Ξεβλάχεψε τάχα τους Νεοέλληνες διατείνεται ασήμαντος «μπουρτζόβλαχος» επειδή ποντάρισε σε χρηματιστήριο με πλαστικά βυζιά κι ανορεκτικά οπίσθια –του κώλου τα ’ννιάμερα δηλαδή– για να κονομηθεί ώς τα τσαρούχια, φεσώνοντας το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία και πετώντας στον δρόμο απλήρωτους εκατοντάδες εργαζόμενους.
Ευκαιρία να ξαναβλαχέψουμε, λοιπόν, στις υψηλές διαδρομές των στίχων ιδιοφυούς, γνήσιου Βλάχου απ’ το Συρράκο των Τζουμέρκων. Τον εμβληματικό «Σταυραητό» του Κώστα Κρυστάλλη, που πέθανε τέτοιες μέρες το 1894, στα είκοσι έξι του, αφιερώνω εξαιρετικά στο φιλαράκι μου τον Μήτσο, που ’βγαλε κάποτε φτερά διαβάζοντάς τον, παρασύροντας στο συναρπαστικό του πέταγμα πολλούς από μας τους νεότερους. Ιδού:
«Aπό μικρό κι απ’ άφαντο πουλάκι σταυραητέ μου,/ παίρνεις κορμί με τον καιρό και δύναμη κι αγέρα/ κι απλώνεις πήχες τα φτερά και σπιθαμές τα νύχια/ και μες στα σύγνεφα πετάς, μες στα βουνά ανεμίζεις/ φωλιάζεις μες στα κράκουρα, συχνομιλάς με τ’ άστρα,/ με τη βροντή ερωτεύεσαι κι απιδρομάς και παίζεις/ με τ’ άγρια αστροπέλεκα και βασιλιά σε κράζουν/ του κάμπου τα πετούμενα και του βουνού οι πετρίτες.//
Ετσι εγεννήθηκε μικρός κι ο πόθος μου στα στήθη,/ κι απ’ άφαντο κι απ’ άπλερο πουλάκι σταυραητέ μου,/ μεγάλωσε, πήρε φτερά, πήρε κορμί και νύχια/ και μου ματώνει την καρδιά, τα σωθικά μου σκίζει/ κι έγινε τώρα ο πόθος μου αητός, στοιχειό και δράκος/ κι εφώλιασε βαθιά-βαθιά μες στ’ άσαρκο κορμί μου/ και τρώει κρυφά τα σπλάχνα μου, κρυφοβοσκάει τη νιότη.//
Μπεζέρισα να περπατώ στου κάμπου τα λιοβόρια./ Θέλω τ’ αψήλου ν’ ανεβώ ν’ αράξω θέλω, αητέ μου,/ μες στην παλιά μου κατοικιά, στην πρώτη τη φωλιά μου,/ θέλω ν’ αράξω στα βουνά, θέλω να ζάω μ’ εσένα./ Θέλω τ’ ανήμερο καπρί, τ’ αρκούδι, το πλατόνι,/ καθημερνή μου κι ακριβή να τα ’χω συντροφιά μου./ Κάθε βραδούλα, κάθε αυγή, θέλω το κρύο τ’ αγέρι/ να ’ρχεται από τη λαγκαδιά, σαν μάνα, σαν αδέρφι/ να μου χαϊδεύει τα μαλλιά και τ’ ανοιχτά μου στήθη.// Θέλω η βρυσούλα, η ρεματιά, παλιές γλυκές μου αγάπες/ να μου προσφέρνουν γιατρικό τ’ αθάνατα νερά τους./ Θέλω του λόγγου τα πουλιά με τον κελαϊδισμό τους/ να με κοιμίζουν το βραδύ, να με ξυπνούν το τάχυ./ Και θέλω να ’χω στρώμα μου, να ’χω και σκεπασμά μου/ το καλοκαίρι τα κλαδιά και το χειμώ’ τα χιόνια.//
Κλωνάρια απ’ αγριοπρίναρα, φουρκάλες από ελάτια/ θέλω να στρώνω στοιβανιές κι απάνω να πλαγιάζω,/ ν’ ακούω τον ήχο της βροχής και να γλυκοκοιμιέμαι.// Από ημερόδενδρον, αητέ, θέλω να τρώω βαλάνια,/ θέλω να τρώω τυρί αλαφιού και γάλα απ’ άγριο γίδι./ Θέλω ν’ ακούω τρυγύρω μου πεύκα κι οξιές να σκούζουν,/ θέλω να περπατώ γκρεμούς, ραϊδιά, ψηλά στεφάνια,/ θέλω κρεμάμενα νερά δεξιά ζερβιά να βλέπω./ Θέλω ν’ ακούω τα νύχια σου να τα τροχάς στα βράχια,/ ν’ ακούω την άγρια σου κραυγή, τον ίσκιο σου να βλέπω./ Θέλω, μα δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια,/ και τυραννιέμαι, και πονώ, και σβυιέμαι νύχτα μέρα.// Παρακαλώ σε, σταυραητέ, για χαμηλώσου ολίγο,/ και δώσ’ μου τες φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου,/ πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος!».