Αλλο ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, λοιπόν, το 13ο από το πρώτο που κατά κάποιον τρόπο όταν ήμουν 9 ετών παρακολούθησα σε μια ασπρόμαυρη τηλεόραση κάποιες περίεργες ώρες: το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 με τον Πελέ, τον Ζαρζίνιο, τον Τοστάο και τους λοιπούς θεούς εκείνης της εποχής…
Σκέφτομαι κάνοντας ήδη αυτή την οδυνηρή (έχω ζήσει ήδη περισσότερα Παγκόσμια Κύπελλα απ’ όσα πρόκειται να ζήσω ακόμη) αναδρομή ότι αυτό που συνδέει τη συντριπτική πλειονότητα των φιλάθλων του ποδοσφαίρου με το ποδόσφαιρο είναι μια συνταρακτική υπενθύμιση: ότι υπήρξαν παιδιά. Και σαν παιδιά έπαιζαν μπάλα – σε αλάνες, στην αυλή του σχολείου, στον δρόμο… Αυτή ακριβώς η ανάμνηση είναι, πιστεύω, η «μυστική συνταγή» που κάνει το ποδόσφαιρο ανεπανάληπτο και μετατρέπει ένα παιχνίδι σε εμπορική ετικέτα με τζίρους δισεκατομμυρίων.
Στο πέρασμα των χρόνων, ωστόσο, οι αναμνήσεις θολώνουν και το παρελθόν εξιδανικεύεται. Οι μάχες στην αλάνα, στα σχολικά ή τα ερασιτεχνικά πρωταθλήματα που κάποια στιγμή στη ζωή οι λάτρεις του ποδοσφαίρου έλαβαν μέρος φαντάζουν κολοσσιαίες και τόσο απαιτητικές σαν αυτές που σήμερα ως φίλαθλοι παρακολουθούν από τους τηλεοπτικούς δέκτες ή τις κερκίδες των γηπέδων. Οι αναμνήσεις μπορεί να μοιάζουν με τη σημερινή πραγματικότητα, όμως δεν είναι.
Για παράδειγμα, πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η Εθνική Βραζιλίας, που σήκωσε το Παγκόσμιο Κύπελλο το 1970, είναι η καλύτερη ομάδα που έπαιξε ποτέ πάνω στη γη. Κάτι παρόμοιο υποστηρίζουν πολλοί για τον Αγιαξ του Κρόιφ ή για τη μεγάλη ομάδα της Σοβιετικής Ενωσης. Ωστόσο, ακόμα κι αυτές οι υπερομάδες εκείνων των εποχών, κοιτώντας τες σε βίντεο, μοιάζουν ακίνητες σε σύγκριση με ακόμα και μέτριες ομάδες τού σήμερα.
Οι ειδικοί του ποδοσφαίρου έχουν μετρήσει ότι από το 1970 μέχρι και σήμερα οι συνολικές αποστάσεις που τρέχουν οι ποδοσφαιριστές κατά τη διάρκεια ενός αγώνα μέσα στο γήπεδο έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί. Αυτό με άλλα λόγια σημαίνει μεγαλύτερη ταχύτητα, κίνηση και ένταση. Το ποδόσφαιρο έχει γίνει τόσο γρήγορο όσο και οι ρυθμοί της εποχής μας, λαμβάνοντας τη βοήθεια ειδικών επιστημόνων και μεθόδων που έχουν ήδη εξαντλήσει τα βιολογικά όρια των ανθρώπων, γιατί και οι ποδοσφαιριστές- αν και τους βλέπουμε υπεράνθρωπους- είναι άνθρωποι.
Οσο, λοιπόν, ταχύτερα εξελίσσεται το ποδοσφαιρικό παιχνίδι στις μέρες μας τόσο πιο δύσκολο είναι να παρακολουθήσουμε την ουσία του ως προϊόντος: το σταρ σίστεμ, τα δισεκατομμύρια των τζίρων, τα εκατοντάδες εκατομμύρια που κοστίζουν οι αστέρες, τη βιομηχανία και τα συμφέροντα των χορηγών, τα ιατρικά θαύματα που κάνουν έναν άνθρωπο να μπορεί να τρέχει με διακεκομμένες εντάσεις 12 χιλιόμετρα σε 90 λεπτά δύο φορές την εβδομάδα ή 70 φορές τον χρόνο και, παρ’ όλα αυτά, να παραμένει υγιής…
Και καθώς σε τέτοιες ταχύτητες και με τέτοιους τζίρους τα λάθη απαγορεύονται, η αγορά που διαχειρίζεται το ποδοσφαιρικό προϊόν αφαιρεί από το παιχνίδι όπως το γνωρίζουμε μέχρι σήμερα τον ανθρώπινο ρυθμιστικό (άρα και ανοιχτό σε λάθη) παράγοντα, εισάγοντας το βίντεο για την επιτόπου εκδίκαση κάθε αμφισβητούμενης φάσης…
Αυτή, θα πουν πολλοί, είναι η φυσική πορεία και εξέλιξη των πραγμάτων. Το ποδόσφαιρο ως εμπορικό προϊόν ακολουθεί τους νόμους που επιβάλλει η αγορά: υπερεκμετάλλευση, γυαλιστερό περιτύλιγμα, διαφήμιση, υπερκέρδη…
Ωστόσο, παρά την επιστημονική μεθοδολογία της αγοράς και των κεφαλαίων που επενδύονται για να υπεραποδώσουν, η αξεπέραστη αξία του ποδοσφαίρου εξακολουθεί να αντλείται από την ανθρώπινη μνήμη, από εκείνη την ντρίπλα που έκανες στο σχολικό πρωτάθλημα ή την απόκρουση του αιώνα του Γκόρντον Μπανκς στην κεφαλιά του Πελέ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του ’70 που είδες σε μια ασπρόμαυρη τηλεόραση – και από εκείνη την πίκρα που, μεγαλώνοντας, αφήνουν η συνειδητοποίηση ότι η ζωή τρέχει με φρενήρεις ρυθμούς, σαν αυτούς που παίζουν σήμερα οι μεγάλες ποδοσφαιρικές ομάδες, και τα ανεκπλήρωτα όνειρα, όπως αυτό το τόσο κοινό: «Οταν μεγαλώσω θα γίνω ποδοσφαιριστής».