Τα ακραία φαινόμενα, όπως ο «καύσωνας» της χιλιετίας του φετινού καλοκαιριού είναι μια ακόμη ένδειξη των ευθυνών της πολιτικής τάξης του πλανήτη για την καταστροφική διαχείριση της κλιματικής αλλαγής.

Μπορεί το 1504, όταν εμφανίστηκε ανάλογο φαινόμενο, να μην υπήρχε ανθρωπογενής παρέβαση στο κλίμα, όμως αυτό δείχνει ότι σήμερα μπορεί να επιδεινώσει τις διαταραχές που έχουν τα φυσικά αίτια, με ανυπολόγιστες συνέπειες.

Την ίδια ώρα όμως οι συμφωνίες για τον περιορισμό των εκπομπών παραμένουν κενό γράμμα και στον αντίποδα της άτολμης Ευρώπης βρίσκεται ένας ηγέτης των ΗΠΑ που είναι αρνητής της κλιματικής αλλαγής, δείγμα ότι οδηγούμαστε σε ουσιαστική κατάργηση των συμφωνιών και των μέτρων, υποθηκεύοντας ακόμη περισσότερο το μέλλον.

Όμως όσοι προσεγγίζουν την κλιματική αλλαγή με την αφέλεια του ισχυρού που αδιαφορεί για τους αδύνατους, θα βρεθούν διπλά εκτεθειμένοι καθώς ο οικονομικός αντίκτυπος που μπορεί να προκαλέσει μια κλιματική καταστροφή για την παραγωγή, την επάρκεια και την κοινωνική ειρήνη των ανεπτυγμένων χωρών, θα είναι ασυνήθιστα σκληρός.

Ήδη, ο πρωτογενής τομέας στην ΕΕ καταγράφει ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις εξαιτίας της ξηρασίας. Ακόμη και οι αναπτυσσόμενες χώρες που χρησιμοποιούν ρυπογόνες μεθόδους παραγωγής προκειμένου να καλύψουν την απόσταση που τους χωρίζει από τις ανεπτυγμένες, θα πληρώσουν βαρύτερο τίμημα, εκκινώντας από δυσμενέστερη θέση ενώ ο πλανήτης εξαντλεί τους πόρους του.

Θετικά δείγματα υπάρχουν, όπως χώρες που εμφανίζουν εντυπωσιακά μεγάλο ποσοστό παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ, που τηρούν τις συμφωνίες και εφαρμόζουν τις φιλοπεριβαλλοντικές νομοθεσίες, όμως συνολικά η κατάσταση παραμένει προβληματική. Το ίδιο συμβαίνει και στην Ελλάδα που διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα αλλά θα πληγεί επίσης περισσότερο σε περίπτωση μιας κλιματικής κρίσης.

Οι πολιτικοί και τα λόμπυ αδιαφορούν γις τις εκκλήσεις των επιστημόνων μέχρι τις επόμενες καταστροφές. Ζητούμενο παραμένει πάντα ένα μοντέλο βιώσιμο με στόχο την αειφορία. Αλλά για την ώρα υπάρχει μόνο αδιαφορία.