Οποια παραλία σέβεται τον εαυτό της, δεν σημαίνει ότι έχει γαλάζια σημαία. Οχι. Σοβαρή παραλία δεν σημαίνει καταγάλανα νερά, καθαρές ακτές, μη μπαζωμένος αιγιαλός, κάδοι για τα σκουπίδια των λουόμενων (το πόσο σκουπίδι μπορεί να παράξει καθένας από δαύτους αποτελεί θέμα διατριβής πάνω στην ανάλυση ψυχολογικού προφίλ μεταμοντέρνας εγκληματικής οργάνωσης τουλάχιστον), ναυαγοσώστης, ομπρέλες, και ξαπλώστρες που δεν φτάνουν ώς εκεί που σκάει το κύμα.
Οχι. Δεν είναι αυτά τα χαρακτηριστικά μιας «εξευρωπαϊσμένης» παραλίας.
Η παραλία που σέβεται τον εαυτό της κατ’ αρχήν, πριν ακόμα και από το νερό το ίδιο, φέρει τα εξής δύο στοιχεία (αναγραφόμενα σε εμφανές σημείο, 5 χλμ. πριν): «Το κατάστημα διαθέτει pos και wi-fi». Και μην αναρωτηθεί κανείς αν για μπάνιο ξεκίνησε αλλά σε mall κατέληξε, γιατί θα τον στείλω σούμπιτο στον Κωστόπουλο να τον ξεβλαχιάσει.
Δεν πας για μπάνιο, αγαπητέ. Πας να γίνεις «cool». Και γι’ αυτό πρέπει να είσαι συμβατός με κάποιες λίγες, μα απαραίτητες προϋποθέσεις.
Κατ’ αρχάς, ξεχνάμε τα βασικά: με μια πετσέτα, ένα ζευγάρι γυαλιά και κλειστό παπούτσι δεν νοείσαι σύγχρονος Ελληνας παραθεριστής. Σιγά μη μου ‘ρθεις και με στιβάνια! Τουλάχιστον δύο τσάντες παραλίας, τζαμποσακούλες για οικογενειάρχες, δίχαλο πλαστικό για τους άντρες και τακούνι/πλατφόρμα για τις γυναίκες.
Πρέπει να ακούγεται το «τάκα τάκα» σε κάθε βότσαλο. Πρέπει να νιώθεις τον παρατεταμένο, μονότονο, επαναληπτικό ήχο της τακούνας της δεσποινίδος καθώς σε πλησιάζει για να αραδιάσει ακριβώς μπροστά σου την πραμάτεια της: ειδική λοσιόν για τα μάτια, άλλη για τα μπράτσα, άλλη για τους γλουτούς (που εκτός από την ηλιοπροστασία, μειώνει και την κυτταρίτιδα, ανορθώνει και σμιλεύει ενώ εκείνη ξεροψήνεται στη θάλασσα, εκτός θαλάσσης).
Μετά τον αυτό ήχο (που μπροστά του το χαρακτηριστικό ηχητικό από τα «Σαγόνια του καρχαρία» μοιάζει με τη Μελωδία της Ευτυχίας), έρχεται και η εικόνα. Σκάει η τύπισσα ίδια η «ξημερώματα δίνεις δικαιώματα».
Και αν ρωτήσεις, γιατί χρειάζεται φουλ πάστωμα στην παραλία, η απάντηση φτάνει αφοπλιστική: «Μία αντηλιακή με λίγο χρώμα έβαλα, λίγο κραγιόν που δεν είναι ακριβώς κραγιόν αλλά ένα μπαλμ με λίγο χρώμα, έχω μόνιμες βλεφαρίδες με χρώμα και τατού στα φρύδια, λίγη τερακότα – σιγά το χρώμα… Οπότε, τι έχω βάλει; Τίποτα!».
Οσο για το μαλλί… Σφηνωμένη ανάμεσα σε γνωστούς αγνώστους, παρακάλεσα την εν λόγω μπροστά μου να γείρει έτσι, κάπως, λίγο, μπας και δω το ηλιοβασίλεμα.
«Ενοχλεί ο κότσος;» μου είπε όλο ευγένεια και λάδι. «Είναι σε στιλ Απω Ανατολή». Τι κι αν η κοπέλα είναι από… τα Πατήσια, που είπε κι ένας φίλος. Το αποτέλεσμα, ένα και το αυτό: γίναμε από… δυο χωριά.
Πήρα την πετσέτα, τα μαύρα μου γυαλιά, το βρεμένο μου κεφάλι και σ’ άλλη παραλία. Χωρίς γκέισες, τσιτωμένα μπράτσα, λαδωμένους κοιλιακούς και τάκα τάκα τα τακουνάκια, στο τσιμέντο, στα βοτσαλάκια.
Αποφάσισα να πηγαίνω σε ασόβαρες παραλιούλες και μάλιστα πουρνό πουρνό. Μαζί μ’ όλο το παππουδιστάν.
«Ξέρεις γιατί βάλανε τη φωτιά στο Μάτι;» είπε η κυρία με το τουρμπάνι (μην κατσαρώσει πιότερο η μπούκλα μέσα) στη φιλενάδα της. «Γιατί εκεί κρύβονταν οι Τούρκοι καταζητούμενοι αξιωματικοί!»…
Τα επιπλέοντα, χωρίς σώμα, ομιλούντα κεφάλια με φακιόλια δεν μου άφησαν κανένα περιθώριο επιλογής. Ηταν καιρός να πάρω τα βουνά – η θάλασσα δεν.
Μην παραγκρινιάζω. Στάθηκα και τυχερή. Τα είδα, ακόμα και στους πιο μικρούς κολπίσκους. Ροζ, μεγάλα, φουσκωτά, με περήφανο κεφάλι. Ολα μαζί, το ένα δίπλα στ’ άλλο.
Δεκάδες φλαμίνγκο λιάζονταν καταμεσής του πελάγους, με μικροσκοπικούς ανθρώπους να τσιρίζουν μέσα τους.
Λένε πως τα φλαμίνγκο είναι χορτοφάγα. Αμ δε! Προσωπικά, με «φάγανε» με συνοπτικές διαδικασίες. Δεν μ’ αφήσαν… μήτε λέπι.