Με την επιστροφή στο κλεινόν άστυ κατάλαβα, σχετικά άμεσα, δύο πράγματα: πρώτον, ότι η πόλη αυτή σε εξαντλεί. Και, δεύτερον, ότι όλα ήταν όπως τα άφησα.
Για το πρώτο, δεν θα ρίξω το φταίξιμο ούτε στην πόλη ούτε στους εκατοντάδες τουρίστες που, επειδή δεν μιλάνε ελληνικά μάλλον, νιώθουν ότι μπορούν να γκαρίζουν στο μετρό και πάντα φτάνω στη δουλειά με πονοκέφαλο.
Δεν ήταν έτσι η Αθήνα. Ετσι έγινε. Για πολύ συγκεκριμένους, πολιτικούς λόγους, μεταμορφώθηκε και συνεχίζει να μεταλλάσσεται σε ένα μπετονένιο τερατούργημα, που εξαπλώνεται γύρω και μέσα μας. Μήπως είναι τυχαίο πως από τη Βουλή δεν μπορείς καν να δεις τον Παρθενώνα, γιατί ανάμεσά τους «κάποιος» έδωσε τις άδειες ν’ ανεγερθούν τεράστιες πολυκατοικίες; Αν δεν βλέπεις το σύμβολο της Δημοκρατίας, πώς να την υπηρετείς; Το κορνιζάρεις για να τη θυμάσαι;
Για το δεύτερο, πάλι στα ίδια θα καταλήξω. Απογοητευμένοι άνθρωποι, κουρασμένοι στα όρια της εξάντλησης, έχουν – δεν έχουν δουλειά, περιδιαβαίνουν μοχθηρά πεζοδρόμια, ανάμεσα σε εχθρικά πρόσωπα (το δικό μου είναι σίγουρα τέτοιο) και γίνονται όλο και περισσότερο εριστικοί.
Με το Mega να παίζει επαναλήψεις και τον ΣΚΑΪ να παίζει με τα νεύρα μας, έξω λαλάκα και μέσα… άντε να μην πω, πώς να μη χαμογελάει ο Κυριάκος, πατέρα; Εναν εξαντλημένο λαό, αν μη τι άλλο, χαίρεσαι να τον βλέπεις, ακριβώς γιατί η μισή δουλειά σου έχει ήδη γίνει. Τα υπόλοιπα τα αφήνεις στον Βορίδη να τα αποτελειώσει.
«Ποτέ πια Αριστερά!», είπε ο τρισμέγιστος. Κάποιοι, όχι πολλοί, κάπως αναρίγησαν, άλλοι ούτε καν το έμαθαν (ούτε που νοιάστηκαν για να το μάθουν), μερικοί ανακουφίστηκαν.
Μπορεί να μη χωνεύουν ούτε τ’ ακροδεξιά άντερά του, ωστόσο μέσα στην αριστερή μελαγχολία τους και την μπετονένια μπίχλα τους, κάπως ωραίο το ακούνε.Τι κι αν κρύβεται από πίσω όλο το μένος της Δεξιάς απέναντι σε όσους άλλα οραματίζονταν και γι’ αυτά πολέμησαν καθ’ όλη την Ιστορία της νεότερης Ελλάδας; ‘Η μάλλον, τι κι αν ΔΕΝ κρύβεται πλέον;
Είναι τέτοια η κόπωση και, για κάποιους (πολλούς και πολύ λιγότερο μεγαλοσχήμονες απ’ όσους φαντάζεσαι), τόσα τα συμφέροντα, που αυτά φαντάζουν ψιλά γράμματα. Οπότε, ή αφήνουν τους Βορίδηδες να μιλάνε ή αρκούνται σε σοφιστείες και αξιολογικές ρήσεις. Λέγοντας και γω δεν ξέρω τι ακατάσχετες αρλούμπες για να επιβεβαιώσουν εαυτόν, που εν τω μεταξύ έχει ήδη χάσει κάπου στον δρόμο, που ποτέ δεν είχε και καλοαποφασίσει ποιος ήθελε να ‘ναι.
Τουτέστιν, κουλουβάχατα… Με τρομάζουν αυτά τα κουλουβάχατα. Ωρες ώρες νιώθω σαν να με περιμένουν στη γωνία.
Μου είναι απολύτως αδύνατον να συνεχίσω την οποιαδήποτε συζήτηση, όταν, αντί για επιχείρημα, ακούω αυτές τις αξιολογικές κρίσεις.
Ποιος διαλογικός χώρος παραμένει, αν σου πετάει ο άλλος ατάκες του τύπου «Η Νόρα είναι η δείξε και η μπήξε» ή «ο Αλέξης είναι ο μπήξε και ο δείξε» ή «ο Κυριάκος είναι ομορφόπαιδο, τζιμάνι (ξουράφα σκέτη μιλάμε!) και κυρίως αδιάφθορος»; (τα ονόματα είναι εντελώς τυχαία επιλογή. Οι επιθετικοί προσδιορισμοί όχι και τόσο).
Κάτι τέτοιες στιγμές, στον νου μου έρχεται ένας γενειοφόρος γεράκος που πολύ έχω σε εκτίμηση. Ο Γαλιλαίος ήταν ο καλύτερος αυτού του είδους. Αν και δεν ήταν δυνατόν να αποδείξει πειραματικά τίποτα απ’ όσα ισχυριζόταν, ακριβώς γιατί δεν υπήρχαν τα κατάλληλα μέσα τότε, ωστόσο ήταν τόσο καλός στη χρήση παρελκυστικών τεχνικών, λογικών τρικ και προπαγάνδας, που κατάφερε να πείσει για κάτι που δεν μπορούσε να αποδείξει και το ήξερε.
Αυτό κατέδειξε, αιώνες μετά τον Ιταλό ομόλογό του, ο Πολ Φεγεράμπαντ, φυσικός, αιρετικός και αναρχικός της επιστήμης, στο πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Ενάντια στη μέθοδο». Και είχε δίκιο. Οπως και ο Γαλιλαίος.
Αν είναι να περιμένεις κάποιον στη γωνία, εύχομαι να σε λένε Γαλιλαίο. Διαφορετικά, είσαι ή μαφιόζος ή φασίστας. ‘Η απλώς περαστικός που θέλει να πάρει μάτι. Να δει (στα κρυφά) τι συμβαίνει, χωρίς να πάρει θέση. Πρωτοπόρος, πάντως, δεν είσαι. Μήτε επαναστάτης… Και, πραγματικά, δεν ξέρω πλέον τι είναι χειρότερο από τα τρία.