αυγή \ 26 Αυγούστου 2018 19:20
Του Λόη Λαμπριανίδη
– Ένα διαχρονικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι ότι δεν καταφέρνει να αξιοποιήσει το αξιόλογο επιστημονικό δυναμικό που διαθέτει για να παράγει προϊόντα και υπηρεσίες…
Του Λόη Λαμπριανίδη*
Ένα διαχρονικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι ότι δεν καταφέρνει να αξιοποιήσει το αξιόλογο επιστημονικό δυναμικό που διαθέτει για να παράγει προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας και τεχνολογίας. Αυτό οφείλεται κυρίως στη διάρθρωση του παραγωγικού συστήματός της (στο εξής: Π.Σ.) και της ανεπαρκούς σύνδεσής του με το Εκπαιδευτικό-Ερευνητικό Σύστημα (στο εξής: ΕΕΣ).
Η χώρα μας, από το 1980, ως τις μέρες μας, εμφανίζει συγκριτικά με άλλες ανεπτυγμένες χώρες μια σημαντική απώλεια στην ποιότητα της παραγωγικής της δομής καθώς και στο επίπεδο της οικονομικής ευημερίας (κατά κεφαλήν ΑΕΠ) και κοινωνικής συνοχής (αυξημένη οικονομική ανισότητα), που μάλιστα επιδεινώθηκαν στη διάρκεια της κρίσης.
Οι παραπάνω αποτυχίες εξηγούν μεγάλο μέρος της κρίσης, αν και όχι πλήρως. Ο σημαντικότερος πάντως παράγοντας επιδείνωσης της θέσης της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας είναι το γεγονός ότι έπεσε στην «παγίδα του μεσαίου εισοδήματος», βρέθηκε δηλαδή «εγκλωβισμένη» ανάμεσα στις χώρες υψηλής ποιότητας παραγωγικής δομής και στις χώρες χαμηλού εργατικού κόστους, και μάλιστα όχι πρόσφατα, αλλά τα τελευταία 35 χρόνια.
Η χώρα μας απέτυχε να παρακολουθήσει τη λεγόμενη τρίτη βιομηχανική επανάσταση και κινδυνεύει να χάσει και την τέταρτη, που βρίσκεται επί θύραις. Ο λόγος ήταν ότι αποτύχαμε να κατανοήσουμε τον ρόλο της γνώσης και της παραγωγικής της διασύνδεσης. Η οικονομική αποτυχία της Ελλάδας, λοιπόν, είναι μια γνωσιακή αποτυχία: αποτυχία να εξελιχθεί σε μια σύγχρονη οικονομία της γνώσης.
Η προβληματική διασύνδεση γνώσης και οικονομίας βρίσκεται στο φόντο αυτού που θα αποκαλούσαμε «ελληνικό αναπτυξιακό παράδοξο»: η χώρα μας διαθέτει ένα πολύ αξιόλογο ποιοτικά και σημαντικό ποσοτικά επιστημονικό δυναμικό σύμφωνα με όλα τα διεθνή κριτήρια, παρ’ όλη τη διαρροή σημαντικού μέρους του στο εξωτερικό (brain drain), που όμως δεν αντανακλάται στα χαρακτηριστικά του εθνικού και των επιμέρους περιφερειακών παραγωγικών και καινοτομικών συστημάτων.
Για παράδειγμα, στο διάστημα 2000-2014 οι επιστημονικές δημοσιεύσεις από ελληνικά πανεπιστήμια είχαν υψηλότερο δείκτη απήχησης (impact factor) σε σχέση με τον μ.ό. Ε.Ε. και ΟΟΣΑ. Όσον αφορά τη χρηματοδοτούμενη έρευνα, η Ελλάδα στο 7ο πρόγραμμα πλαίσιο (2007-13) ήταν 1η με βάση το ΑΕΠ, 4η σε χρηματοδότηση ανά 1.000 ερευνητές και 3η σε αριθμό συμμετοχών ανά 1.000 ερευνητές.
Στις δράσεις Marie Curie είχε την 5η θέση, ενώ στο πρόγραμμα Horizon την περίοδο 2014-16 είχε τη 12η, ενώ είναι 2η σε αριθμό χώρα προέλευσης καθηγητών που διδάσκουν στα 48 κορυφαία πανεπιστήμια των ΗΠΑ και έχουν λάβει το πρώτο τους πτυχίο από τη χώρα τους.
Αλλά αν το ελληνικό εκπαιδευτικό – ερευνητικό σύστημα είναι σε θέση να παράγει τόσο υψηλής ποιότητας δυναμικό, τότε γιατί η χώρα μας διαρκώς βραδυπορεί και οπισθοδρομεί;
Εδώ προσεγγίζουμε τον πυρήνα του «ελληνικού αναπτυξιακού παράδοξου»: ένα σημαντικά αναπτυγμένο ΕΕΣ συνδυάζεται με μία χαμηλής εξειδίκευσης παραγωγική δομή. Πώς εξηγείται αυτό; Υπάρχουν δύο ερμηνείες: Η πρώτη σχετίζεται με μια πιθανή αποτυχία αυτού καθ’ εαυτού του εκπαιδευτικού συστήματος, ενώ η δεύτερη με την αποτυχία του παραγωγικού συστήματος να αξιοποιήσει τις εισροές του εκπαιδευτικού-ερευνητικού – ή έστω με την αποτυχία της παραγωγικής διασύνδεσης των δύο συστημάτων.
Όμως, εάν θέλουμε η Ελλάδα να μετεξελιχθεί σε μια οικονομία της γνώσης, απαιτείται κοινή πορεία και αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο συστημάτων. Αν το ένα από τα δύο βραδυπορεί, η πιθανότερη εξέλιξη είναι η οπισθοδρόμηση και του άλλου και τελικά του συνόλου.
Βέβαια, και τα δύο συστήματα συνέβαλαν στη συνολική υστέρηση διαχρονικά. Το ΕΕΣ κατά το σχετικά πρόσφατο παρελθόν έμεινε προσκολλημένο σε μια αδικαιολόγητα μονομερή προσήλωση στο θεωρητικό σκέλος της εκπαίδευσης και της έρευνας, ενώ συχνά άστοχοι ιδεολογικοί λόγοι παρεμπόδισαν την επικοινωνία του με το ΠΣ.
Πρέπει, λοιπόν, να απομακρυνθεί από το «θεωρητικό» παρελθόν του (μεγάλη παραγωγή φιλόλογων, θεολόγων, επικοινωνιολόγων κ.λπ.), να στραφεί περισσότερο προς «θετικές» κατευθύνσεις (αύξηση μηχανικών, πληροφορικών, μαθηματικών κ.λπ.) και να αναβαθμιστεί η τεχνική εκπαίδευση, που έχει απαξιωθεί με αποτέλεσμα σημαντικότατες ελλείψεις στην παραγωγή.
Επιπλέον πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη σύνδεση της έρευνας με τις επιχειρήσεις (πρακτική άσκηση και διπλωματικές σε επιχειρήσεις κ.λπ.), με μέριμνα προφανώς για τη διασφάλιση της ακαδημαϊκής ποιότητας. Το πανεπιστήμιο πρέπει να διευθετήσει τα ζητήματα που αφορούν την πνευματική ιδιοκτησία που παράγεται σε αυτό, να μπορεί να υποβοηθήσει τις νεοφυείς επιχειρήσεις, να θεσπίσει κίνητρα συμμετοχής του δυναμικού του σε παραγωγικές έρευνες, όπως ότι και αυτή η διάσταση θα λαμβάνεται υπ’ όψιν κατά την εξέλιξή του.
Από την άλλη, ως προς το Π.Σ. διαχρονικά προβλήματα είναι η μικρή κλίμακα, η έλλειψη συνεργασιών, η τεχνολογική υστέρηση, η απουσία επιχειρηματικής καινοτομίας καθώς ο επιχειρηματικός κόσμος ήταν επί χρόνια κατ’ ουσίαν στραμμένος σε αναζήτηση προσόδων ή έστω στατικών πλεονεκτημάτων σε μεμονωμένους θυλάκους της αγοράς, το αναιτίως πολύπλοκο ρυθμιστικό σύστημα, η σχετικά αυξημένη λειτουργική επιβάρυνση των επιχειρήσεων (δυσκολίες χρηματοδότησης και υψηλά επιτόκια, υψηλό κόστος ενέργειας, υψηλό κόστος μεταφορών), η κυριαρχία επιχειρηματικότητας ανάγκης και η περιορισμένη επιχειρηματικότητα. Μάλιστα, μέχρι πρότινος, η έννοια της «επιχειρηματικότητας» ήταν στιγματισμένη.
Τέλος, υπάρχουν αιτίες του φαινομένου που προκύπτουν από τα γενικότερα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας, όπως το ότι είμαστε μία κοινωνία «χαμηλής εμπιστοσύνης», γεγονός που οδηγεί στην έλλειψη συνεργασίας και υπονομεύει τις δυνατότητες επιχειρηματικής ανάπτυξης.
Επίσης η απουσία Αναπτυξιακού Σχεδιασμού και επαρκούς δομής υλοποίησης των όποιων σχεδιασμών είναι διαχρονική, παρά ορισμένες, μάλλον ατελέσφορες, προσπάθειες στις αρχές της δεκαετίας του 1980 είτε μετέπειτα στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών προγραμμάτων στήριξης. Μεταπολεμικά και ιδίως μεταπολιτευτικά ο αναπτυξιακός σχεδιασμός δεν προέκυπτε ως αναγκαιότητα για την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή, καθώς έτσι θα χάνονταν οι ευκαιρίες για απόκτηση εισοδήματος με «εξω-οικονομικές» μεθόδους (όπως προσωπικές σχέσεις και κυρίως πολιτικές – κομματικές, πατρωνία, διαπλοκή).
H κύρια ευθύνη είναι του κράτους και του πολιτικού συστήματος που απέτυχε να διαγνώσει και να θεραπεύσει την σταδιακή αυτή οικονομική παρακμή, αυταπατώμενο περί πλούσιας και «ισχυρής Ελλάδας». Συνεπώς, οι κυβερνήσεις απέφευγαν τον σχεδιασμό που θα σήμαινε σύγκρουση με κατεστημένα συμφέροντα. Πέραν και υπεράνω όλων όμως υπήρξε μια συλλογική εθνική αποτυχία διάγνωσης – αντιμετώπισης του προβλήματος.
Αλλά αρκετά με τις αποτυχίες και τους συνακόλουθους φόβους. Το ελληνικό αναπτυξιακό παράδοξο μπορεί να αντιμετωπιστεί και να εξελιχθεί σε ένα μεγάλο δυναμικό αναπτυξιακό πλεονέκτημα, αντί να αποτελεί πηγή μελλοντικών αποτυχιών. Και τούτο γιατί διαθέτουμε τον αναγκαίο παράγοντα μετεξέλιξης σε μία αναπτυγμένη οικονομία της γνώσης: το αναπτυγμένο ΕΕΣ, πάντα με την επιφύλαξη των αναγκαίων μεταρρυθμίσεών του.
Απομένει, βέβαια, να επιτύχουμε και τον ικανό παράγοντα μιας νέας οικονομικής προοπτικής: την ανάπτυξη ενός αντίστοιχου Π.Σ. και κυρίως την οργανική διασύνδεση των δύο συστημάτων.
Είναι σαφές ότι απουσιάζουν πολλοί κρίκοι, όπως η σύνδεση των αποτελεσμάτων της επιστημονικής και ερευνητικής κοινότητας της χώρας και η μετάφραση των επιτευγμάτων της σε νέο προϊόν και σε νέα παραγωγική διαδικασία. Το βάρος της αλλαγής εδώ πέφτει αφενός στο ίδιο το κράτος, που πρέπει να παρέχει τα αναγκαία κίνητρα μεταφέροντας αποφασιστικά πόρους από δραστηριότητες που υπόσχονται πολύ λιγότερα αναπτυξιακά αποτελέσματα ή που έχουν αρκετά ενισχυθεί κατά το παρελθόν προς δραστηριότητες που θα βοηθήσουν την αλλαγή του αναπτυξιακού υποδείγματος.
Προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να αξιοποιηθούν υφιστάμενοι θύλακοι με πολύ σημαντικές ερευνητικές επιδόσεις σε διεθνές επίπεδο, όπως ΤΠΕ, Προηγμένη Πληροφορική, Προηγμένα Υλικά, Βιομηχανία & Επεξεργασία, Συστήματα Έξυπνης Κινητικότητας, Διαδίκτυο των πραγμάτων, Ηλεκτρολογία, Περιβάλλον & Μηχανική υλικών. Από την άλλη όμως και στο εσωτερικό των δύο συστημάτων απαιτούνται αλλαγές και πρωτοβουλίες προς μια αντίστοιχη κατεύθυνση.
Σε αυτό το πλαίσιο η Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική που η κυβέρνηση έχει εκπονήσει και παρουσιάσει στοχεύει στην αντιμετώπιση αυτής της καίριας αδυναμίας. Δεν είναι κάτι εύκολο ούτε μπορεί να επιτευχθεί άμεσα. Μπορούμε, ωστόσο, από τώρα, και καθώς η χώρα μπαίνει στην εποχή της μεταμνημονιακής ανασυγκρότησης με μεγαλύτερα περιθώρια ελευθερίας πολιτικής παρέμβασης να κτίσουμε πάνω σε υπαρκτές βάσεις, πάνω σε ένα αξιόλογο ΕΕΣ και ένα καλά εκπαιδευμένο και με διεθνείς εμπειρίες επιστημονικό δυναμικό.
Το κλειδί είναι η παραγωγική κινητοποίηση του δυναμικού αυτού, για να μπορέσει να κινηθεί προς την «οικονομία της γνώσης». Αυτό ακριβώς είναι ίσως το βασικότερο παραγωγικό διακύβευμα των προσεχών 5-10 χρόνων. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η αναγκαία αυτή κινητοποίηση εμπεριέχει και την απάντηση σε ένα άλλο κεντρικό διακύβευμα: της κοινωνικής συνοχής, δικαιοσύνης και βιωσιμότητας, που θα πρέπει να συμβαδίζει με την οικονομική ανάπτυξη.
* Ο Λόης Λαμπριανίδης είναι γενικός γραμματέας Επενδύσεων, υπ. Οικονομίας και Ανάπτυξης