05.10.2018, 15:49 | εφσυν
Πάντως, η κρίση ήταν πρώτης τάξεως ευκαιρία για να αντέξουμε αλήθειες που σε άλλες εποχές ή θα έμοιαζαν με αποκυήματα εργαστηριακών ερευνών ή δεν θα ενδιέφεραν κανέναν. Δυστυχώς, όπως φάνηκε, η κρίση ήταν εξίσου καλή ευκαιρία για να κρυφτούν αλήθειες – κυρίως τα ουσιώδη.
Βρίσκει τοίχο όποιος προσπαθεί να ανιχνεύσει τη σημασία ενός ευεργετικού πολιτικού πραγματισμού ή, έστω, μιας ευρείας κοινωνικοπολιτικής χειραφέτησης για την Ελλάδα, για τη γειτονιά μας αλλά και για την περιβάλλουσα Ευρώπη. Και ο τοίχος –ας πούμε σε πρώτη ανάγνωση– μπορεί να οφείλεται στα απόνερα της κρισιακής συγκυρίας με τη χώρα βυθισμένη στην οργή, τη ματαίωση, την αγωνία και την αβεβαιότητα.
Πιθανώς, στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον –όπου η σχέση ανάμεσα στο «εμείς», τη γειτονιά μας και την Ευρώπη είναι θαμπή αλλά πάντως αξεδιάλυτη–, να μην υπάρχει εύκολη απάντηση. Από την άλλη, μας πολυενδιαφέρει η ηθική αφετηρία και οι συνέπειες αυτού του πραγματισμού; Θα είναι υπέρ των πολλών ή όχι; Θα ακούει τους πολίτες ή όχι; Και εδώ, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν υπάρχει απάντηση.
Ωστόσο, μένουν σε εκκρεμότητα τα ερωτήματα: «Γιατί» εμμένει η κρίση που ενέσκηψε στην Ελλάδα; «Γιατί» πάμε από πρόβλημα σε πρόβλημα; Σίγουρα, η διαπίστωση της ελληνικής ιδιαιτερότητας ή των ιδιαιτεροτήτων είναι πολλές φορές ανεπαρκής ή και παραπλανητική. Υπάρχουν όμως πάντα μερικές πτυχές που είναι «πιο ιδιαίτερες από τις άλλες». Και αυτές τις πτυχές ούτε που θέλουμε να τις συζητάμε.
Ας υποθέσουμε –χωρίς υπερβολές αυτομαστίγωσης– ότι το μεγαλύτερο μέρος των προβλημάτων είναι δικό μας∙ εγγενές και οικονομικό. Δεν θα ήταν χρυσή ευκαιρία να το δούμε, να ιεραρχήσουμε τα προβλήματά μας και να τα λύσουμε μόνοι μας; Αλήθεια, ποιος στην Ελλάδα ενδιαφέρεται για τη διατήρηση του φορμαλιστικού κοινωνικοπολιτικού υποδείγματος;
Για να το πούμε αλλιώς: Ποιος θέλει ένα υπόδειγμα «για την Ελλάδα του μέλλοντός μας» με πήλινα πόδια; Στην πραγματικότητα, κάτι τέτοιο δεν θα άρεσε σε κανέναν δεξιό, κεντρώο ή αριστερό – και δεν θα συνέφερε κανέναν. Κι όμως, μετά την κρίση, όλοι –μα όλοι– αναλώνουν τις δυνάμεις τους για να δείχνουν τι θα σήμαινε να βαδίζεις ως χώρα πάνω σε πήλινα πόδια, να καταγγέλλουν με επιδερμικό δημοσιογραφικό τρόπο τα πήλινα πόδια και –απενοχοποιώντας πολιτικές και πολιτικούς που οδήγησαν στο σημερινό χάος– να κουκουλώνουν τα αφανή και υπόγεια πλην «διαρκή», ιστορικά χαρακτηριστικά∙ να σκεπάζουν την καταδική μας βαλκανίλα – γεγονός που, αν το βλέπαμε, θα μας βοηθούσε αφενός στην κατανόηση της κρίσης μας και αφετέρου στο γρηγορότερο ξεπέρασμά της.
Ας πάμε στην αλήθεια. Η χώρα που αναδύθηκε από τον εμφύλιο δεν ήταν μόνον η φτωχότερη και πιο εξαθλιωμένη του ευρωπαϊκού κόσμου. Ηταν η μόνη καπιταλιστική χώρα της Βαλκανικής, η κατεξοχήν εξαρτημένη «περιφέρεια» του δυτικού «κέντρου», το πιο απόμακρο προπύργιο και εσχατιά της φιλελεύθερης «κουλτούρας ευρωπαϊκού τύπου» (ξαναδείτε τον χάρτη της Ε.Ε.). Το ’50-’60 βιώθηκε στη χώρα μια προσχηματική και ελεγχόμενη πορεία «εξομάλυνσης» σε πλαίσιο προσίδιας γεωπολιτικής μεταχείρισης, υποταγμένης στις ψυχροπολεμικές στρατηγικές.
Η πορεία αυτή, μετά τη χούντα, οδήγησε στην «αυτονόητη» και «προνομιακή» μεγαλοθυμία εισόδου στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και σε μια «αυτοδίκαιη» συμμετοχή στην κοινή ευρωπαϊκή μοίρα που, επί των ημερών μας, μεταλλάχθηκε από «υπερήφανη Ελλάς» σε ντροπιαστική εικόνα εγγενούς και αθεράπευτης ελληνικής «αναξιοπιστίας».
Σημειώστε σήμερα ότι, με απενοχοποιημένο και ενεργό ολόκληρο το πολιτικό και θεσμικό προσωπικό της κρίσης, η χώρα ρίχνεται στη μάχη παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου και μεταφράζει το μέλλον, επιτυχίες ή αποτυχίες, σε εκλογικά ποσοστά ή και δημοσκοπικές αποτυπώσεις.
Στην προκειμένη περίπτωση του «Μακεδονικού», τι θα συνέφερε την Ελλάδα; Μια ήσυχη γειτονιά με σταθερά σύνορα, οικονομικές ευκαιρίες και κλίμα αλληλεγγύης, αλληλοσεβασμού ή, αντίθετα, μια γειτονιά με ρευστά σύνορα, σε διαρκή αστάθεια, με συμμορίες όπλων, ναρκωτικών και εμπορίας ανθρώπων, σε μόνιμη κατάσταση ανάφλεξης; Προφανώς, το ερώτημα αυτό δεν έχει απαντηθεί ξεκάθαρα με κοινωνικοπολιτικούς και οικονομικούς όρους, αλλά με κραυγές και συναισθηματισμό.
Τουλάχιστον, από την πλευρά μας. Ωστόσο, έχει αποτυπωθεί με απόλυτη σαφήνεια η υψηλή εμπιστοσύνη στις ένοπλες δυνάμεις και την Εκκλησία (με αναπάντητο βέβαια το ερώτημα αν θα θέλαμε και αν θα μπορούσαμε να εμπλακούμε σε πιθανό πόλεμο) και, συνάμα, η χαμηλή εμπιστοσύνη που δείχνουμε οι Ελληνες στα πολιτικά κόμματα, την κυβέρνηση, το κοινοβούλιο, την τηλεόραση, τον Τύπο, τις τράπεζες και τα συνδικάτα, αλλά και στο ΔΝΤ, την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ.
Θα μπορούσα να συνεχίσω με πράγματα που κουκουλώνονται δημιουργώντας την άλω της ελληνικής ιδιαιτερότητας. Συντάξεις, ναι. Αλλά ούτε κουβέντα για τη γήρανση του φθίνοντος πληθυσμού – που θα αποτυπωθεί στις αυριανές αναδιανεμητικές δυνατότητες. Κουβέντα για την εμμονή της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. Και, φυσικά, εμείς οι κληρονόμοι σοφών αρχαίων, ούτε κουβέντα για την πολιτισμική μας κρίση. Τελικά, οur style rocks: θέλουμε τα όμορφα πήλινα πόδια.