ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ: «Συνταγματικός λαϊκισμός» ή άλλως οι πολιτικοί και πνευματικοί εκφραστές της κοινωνικής και οικονομικής ολιγαρχίας στις επάλξεις, προκειμένου να μη διευρυνθούν στο νέο Σύνταγμα τα θεσμικά λαϊκά δικαιώματα και οι θεσμικές λαϊκές πρωτοβουλίες σε βάρος των ολιγαρχικών προνομίων, που με επίκεντρο την υπερσυγκέντρωση στον χώρο των ΜΜΕ διαστρεβλώνουν το νόημα και την υφή της δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτικού συστήματος.
Εκτίθεσθε ανεπανόρθωτα, γιατί η χειραγώγηση του λαού συμβαδίζει με την πολική απάθεια. Ο εκδημοκρατισμός οφείλει να καταστήσει τη δημοκρατία από έναν τύπο απλώς διακυβέρνησης σε γενικότερο τρόπο ζωής. Για τον Ρουσό, θυμίζω, η τυπική αντιπροσώπευση «αγγλικού» ή άλλου ιστορικού τύπου θα μπορούσε να ταυτιστεί με την ανελευθερία.
Και ενώ σχεδόν όλοι ανέμεναν ότι τα κόμματα της συντηρητικής ολιγαρχίας θα έδιναν τη μάχη της αναθεώρησης του Συντάγματος με βάση το τρίπτυχο «πατρίς – θρησκεία – οικογένεια», δηλαδή στη βάση, μεταξύ άλλων, του ισχύοντος άρθρου 3, αιφνιδίως κατέστησαν σημαία του αγώνα τους το άρθρο 16, δηλαδή το άρθρο που απαγορεύει και την ίδρυση ιδιωτικών ανώτατων ιδρυμάτων. Για να αποδειχθεί περίτρανα ότι ως κατ’ εξοχήν εχθρικός αντίπαλος του κάθε μορφής κατεστημένου κρίνεται το δημόσιο πανεπιστήμιο με τη λαμπρή αγωνιστική ιστορία του και την εξίσου λαμπρή πλουραλιστική ιδεολογική του παράδοση. Πάντως, εμείς εγκαίρως προβλέψαμε ότι η ιδεολογική σύγκρουση θα είχε ως κέντρο βάρους το άρθρο 16.
Η άκρως ενδιαφέρουσα πρόταση αναθεώρησης του ισχύοντος άρθρου 3 διακηρύσσει ότι «η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη», αναγνωρίζει ως επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα την Ορθόδοξη Εκκλησία και ενσωματώνει ερμηνευτική δήλωση σύμφωνα με την οποία «ο όρος επικρατούσα θρησκεία δεν αποτελεί αναγνώριση επίσημης κρατικής θρησκείας και δεν επιφέρει καμία δυσμενή συνέπεια σε βάρος άλλων θρησκευμάτων και γενικότερα στην απόλαυση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας». Σημειώνεται ότι οι ερμηνευτικές δηλώσεις στο κείμενο του Συντάγματος έχουν την ίδια κανονιστική ισχύ με όλες τις άλλες διατάξεις.
Προσφάτως υποστηρίχθηκε ότι λόγοι ιστορικής παράδοσης, επικράτησης και επιβολής εμποδίζουν την αναθεώρηση του άρθρου 3. Λάθος. Ολες οι διατάξεις του Συντάγματος, ως προερχόμενες από την ίδια κυρίαρχη βούληση πρωτογενή ή δευτερογενή (αναθεωρητική), έχουν την ίδια νομική ισχύ. Η μόνη ρητή διαβάθμιση μεταξύ συνταγματικών διατάξεων που επιχειρεί ο συνταγματικός νομοθέτης είναι εκείνη του άρθρου 110 μεταξύ διατάξεων υποκείμενων και μη υποκείμενων σε αναθεώρηση. Και μεταξύ των μη υποκείμενων σε αναθεώρηση διατάξεων δεν περιλαμβάνεται το άρθρο 3. Κανένα «αξιολογικό» σύστημα θρησκευτικών, μεταφυσικών, ιστορικών ή εθνικών καταβολών δεν μπορεί να αντιπαρατάσσεται και να υπερισχύει της κανονιστικής ισχύος των διατάξεων του γραπτού Συντάγματος.
Εδώ όμως οφείλουμε να «ακούσουμε» τον αείμνηστο Αριστόβουλο Μάνεση (Συνταγματικά δικαιώματα, α΄ ατομικές ελευθερίες). «Το Σύνταγμα ορίζει ότι ”η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη” (άρθρο 13 παρ. 1 εδ. α’)»… «Η συνταγματική προστασία αυτής της μορφής της θρησκευτικής ελευθερίας συνεπάγεται τα εξής επί μέρους δικαιώματα: α) Το δικαίωμα να πρεσβεύει κανείς οποιαδήποτε θρησκεία –δόγμα ή αίρεση ορισμένης θρησκείας– θέλει ή να μην ανήκει σε καμία θρησκεία, δηλαδή να είναι άθρησκος ή ακόμη να είναι άθεος. β) Το δικαίωμα να εκδηλώνει, αλλά και –αντίστροφα– να μην αποκαλύπτει κανείς τις θρησκευτικές ή άθρησκες πεποιθήσεις του. γ) Το δικαίωμα να διαμορφώνει, μεταβάλλει ή αποβάλλει θρησκευτικές πεποιθήσεις. δ) Το δικαίωμα να μην υφίσταται καμία δυσμενή συνέπεια για τις θρησκευτικές ή μη θρησκευτικές πεποιθήσεις του. ε) Το δικαίωμα να ασκεί όλα τα ατομικά δικαιώματα για να διαδίδει τις σχετικές με τη θρησκεία πεποιθήσεις του»…
«Η προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας κατά το ισχύον Σύνταγμα είναι σχετική. Η σχετικότητα αυτή απορρέει κυρίως από το άρθρο 3 του Συντάγματος που αναγνωρίζει την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία ως “επικρατούσα”, δηλαδή ως επίσημη θρησκεία του κράτους».
Αφού επισημάνουμε ότι το άρθρο 13 παρ. 1 (θρησκευτική ελευθερία), λόγω της κορυφαίας σπουδαιότητάς του για τη λειτουργία των ατομικών δικαιωμάτων, εντάσσεται στις μη αναθεωρητέες διατάξεις του Συντάγματος (άρθρο 110 παρ. 1), σε αντίθεση με το άρθρο 3, προχωρούμε στο εξής συμπέρασμα.
Η προτεινόμενη αναθεώρηση του άρθρου 3 συγκροτεί οπωσδήποτε αποφασιστικό βήμα προς την κατεύθυνση του χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας, χωρίς βεβαίως να ολοκληρώνει τον στόχο αυτόν. Αναιρεί όμως απολύτως τη σχετικοποίηση των κορυφαίων δικαιωμάτων περί τη θρησκευτική ελευθερία, όπως αυτά ενσωματώνονταν στο άρθρο 13. Επομένως η αναθεώρηση του άρθρου 3 καθίσταται πρωτίστως μείζον ζήτημα κατοχύρωσης και προστασίας ατομικών δικαιωμάτων.
* ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου