30.12.2018, 10:15 | εφσυν
«Κωνσταντίνον φέρει τον πυρόβλαστον, αδελφόν βασιλέως του μεγάλου, ού Βουλγαροκτόνος το γνώρισμα»
Νικόλαος Μεσαρίτης, «Εκφρασις του Ναού των Αγίων Αποστόλων» (τέλη 12ου αι.),
πρώτη μνεία του Βασιλείου Β΄ ως «Βουλγαροκτόνου»
Οποιος κάνει έναν περίπατο στους δρόμους ανατολικά του λόφου του Στρέφη, στο κέντρο της Αθήνας, θα βρεθεί κάποια στιγμή να διασχίζει μία οδό με την ονομασία «Βουλγαροκτόνου». Αν ο περιπατητής ήταν επιμελής στο μάθημα της Ιστορίας στο Δημοτικό, είναι πιθανό να θυμηθεί ότι το ιστορικό πρόσωπο με το προσωνύμιο «Βουλγαροκτόνος» υπήρξε ένας από τους μακροβιότερους αυτοκράτορες της επονομαζόμενης «Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», ο οποίος ωστόσο την εποχή της βασιλείας του ήταν γνωστός ως Βασίλειος Β’ και όχι ως «Βουλγαροκτόνος».
Οι βυζαντινές ονομασίες έχουν την τιμητική τους στους δρόμους της γύρω περιοχής, με τις παραπλήσιες οδούς να φέρουν ονόματα όπως οδός Κομνηνών, οδός Ιουστινιανού, οδός Ειρήνης Αθηναίας κοκ.
Το γεγονός αυτό είναι ενδεικτικό της πρακτικής του ελληνικού κράτους να θέσει την ονοματοδοσία των δρόμων της πρωτεύουσας -και όχι μόνο- στην υπηρεσία της καθημερινής αναπαραγωγής του κυρίαρχου παπαρρηγοπούλειου ιστοριογραφικού σχήματος της αδιάρρηκτης εθνικής συνέχειας, το οποίο ενσωμάτωσε τη χριστιανική ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, γνωστή ως Βυζαντινή.
Ως προς αυτό, η επιλογή της ονομασίας του συγκεκριμένου δρόμου, όχι ως οδού Βασιλείου Β΄ αλλά ως οδού «Βουλγαροκτόνου», φέρει έναν ιδιαίτερο συμβολισμό, ο οποίος αφενός μεν είναι ενδεικτικός των επιλεκτικών ιδεολογικών ευαισθησιών του ελληνικού εθνικισμού μέχρι τις μέρες μας, αφετέρου δε συνδέεται άμεσα με το θέμα του παρόντος άρθρου.
Το άρτι απερχόμενο 2018 σηματοδότησε τη συμπλήρωση χιλίων χρόνων από το τέλος ενός μακροχρόνιου πολέμου ανάμεσα στην αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης υπό τον Βασίλειο Β΄ και το βουλγαρικό βασίλειο. Αν η επέτειος αυτή αφορά ένα γεγονός που φαντάζει τόσο μακρινό ώστε να παρουσιάζει ελάχιστο ενδιαφέρον με όρους πολιτικής και κοινωνικής επικαιρότητας, έχει ωστόσο πολλά να μας πει για την ιδεολογική χρήση της Ιστορίας ως μέσου εξυπηρέτησης των πολιτικών και πολιτισμικών αναγκών του έθνους-κράτους –ειδικότερα εν μέσω της αναζωπύρωσης των συλλαλητηρίων για το «νεομακεδονικό ζήτημα», στο γκρι φόντο του ιδεολογήματος της διαχρονικής ελληνικότητας της γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας.
Ενας πόλεμος, μα τι πόλεμος;
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Η εικόνα του Βασιλείου Β’ ως «Βουλγαροκτόνου» οφείλεται καταρχήν στο γεγονός ότι ο Ρωμαίος αυτός αυτοκράτορας κατάφερε έπειτα από μια πολεμική διαμάχη, που διήρκεσε κάτι περισσότερο από τέσσερις δεκαετίες, να καθυποτάξει τους Βούλγαρους, ενσωματώνοντάς τους στο αυτοκρατορικό κράτος για τα επόμενα 167 χρόνια.
Το βουλγαρικό βασίλειο, μια κρατική οντότητα με πρωτεύουσα αρχικά την Πλίσκα, απ’ όπου μία βουλγαρική ελίτ κυβερνούσε διάφορους σλαβικούς κυρίως αλλά και ρωμαϊκούς πληθυσμούς, είχε αναπτυχθεί και διαμορφωθεί πολιτικά και διοικητικά από τα τέλη του 7ου αιώνα στα βορειοανατολικά Βαλκάνια, στα πρότυπα της γειτονικής του κυρίαρχης ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Στο πρώτο τέταρτο του 10ου αιώνα, με τσάρο τον Συμεών και πρωτεύουσα την Πρεσλάβα (σημ. Veliki Preslav), γνώρισε τη μεγαλύτερη έκτασή του, από τον Δούναβη στον Βορρά μέχρι τις παρυφές της Θεσσαλονίκης και της Αδριανούπολης στον Νότο, απειλώντας σοβαρά την ίδια την κυριαρχία της Κωνσταντινούπολης.
Ο θάνατος του Συμεών το 927 έδωσε την ευκαιρία στην αυτοκρατορική εξουσία να θέσει τέλος στην απειλή, με μία συνθήκη ειρήνης που επισφραγίστηκε με τον γάμο του διαδόχου του, τσάρου Πέτρου, με την εγγονή του αυτοκράτορα Ρωμανού Λεκαπηνού, Μαρία. Οι ενέργειες αυτές εξασφάλισαν την ειρηνική συνύπαρξη μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 960, όταν οι Ρως του Σβιατοσλάβου εισέβαλαν στα βουλγαρικά εδάφη, ύστερα από προτροπή του αυτοκράτορα Νικηφόρου Β’ Φωκά (963-969), για να στραφούν κατόπιν ενάντια στην αυτοκρατορία.
Η απειλή προκάλεσε την αντίδραση του διαδόχου του Φωκά, Ιωάννη Α΄ Τζιμισκή (969-976), ο οποίος, ύστερα από μία διετία εκστρατειών (κατά τη διάρκεια των οποίων προπαγάνδιζε ως στόχο του την απελευθέρωση των Βουλγάρων ως χριστιανών αδελφών από τους άθεους Ρως), εκδίωξε τους τελευταίους και κατέλυσε τη βουλγαρική βασιλεία, καταλαμβάνοντας την πρωτεύουσα Πρεσλάβα μαζί με σημαντικό μέρος των βουλγαρικών εδαφών.
Στον στρατιωτικό θρίαμβο που διεξήγαγε στην Κωνσταντινούπολη κατά τα ρωμαϊκά πρότυπα, τα σύμβολα των Βουλγάρων βασιλέων τοποθετήθηκαν πάνω σε ένα άρμα κάτω από την εικόνα της Παναγίας στο πλαίσιο της αυτοκρατορικής προπαγάνδας που πλέον δικαιολογούσε την υποδούλωση –αντί για απελευθέρωση– των χριστιανών αδελφών ως θέλημα Θεού.
Σημαντικό κομμάτι των πρώην εδαφών υπό βουλγαρική επικυριαρχία, κυρίως στα κεντρικά και δυτικά Βαλκάνια, δεν ενσωματώθηκε διοικητικά στην αυτοκρατορία από τον Τζιμισκή, αλλά, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, διατήρησε ένα ημιαυτόνομο καθεστώς, με την εξουσία να περνάει στα χέρια τοπικών αρχόντων υπό την κατ’ επίφαση επικυριαρχία της Κωνσταντινούπολης.
Σε αυτό το πλαίσιο, λίγα χρόνια αργότερα, έλαβε χώρα η επονομαζόμενη εξέγερση των Κομητόπουλων στην περιοχή της Αχρίδας, με στόχο την αναβίωση μίας κρατικής οντότητας υπό την κεντρική εξουσία ενός Βούλγαρου ηγεμόνα.
Οι εκστρατείες υπό την ηγεσία τεσσάρων αδελφών, γιων ενός τοπικού άρχοντα, του κόμη Νικόλαου, δεν αντιμετωπίστηκαν άμεσα και δυναμικά από την αυτοκρατορική εξουσία της Κωνσταντινούπολης, λόγω μιας άλλης σοβαρότερης απειλής: της εξέγερσης του Ρωμαίου στρατηλάτη Βάρδα Σκληρού που ξέσπασε παράλληλα στα μικρασιατικά εδάφη της αυτοκρατορίας.
Η δολοφονία του Τζιμισκή και η άνοδος στον θρόνο του νεαρού και άπειρου Βασιλείου Β΄ (976-1025), νόμιμου διαδόχου της επονομαζόμενης «Μακεδονικής δυναστείας», έδωσε την ευκαιρία στον Σκληρό να εξεγερθεί, με στόχο τον σφετερισμό του θρόνου.
Η εμφύλια διαμάχη, που διήρκεσε τρία χρόνια (976-979) και έληξε με νίκη του Βασιλείου Β΄, έδωσε τον απαιτούμενο χρόνο στη βουλγαρική εξέγερση να εδραιωθεί.
Τα επόμενα χρόνια, ένας εκ των τεσσάρων αδελφών, ο Σαμουήλ, ανέλαβε ηγετικό ρόλο και κατάφερε συσπειρώσει τις υπόλοιπες τοπικές ελίτ υπό την εξουσία του. Η νίκη του επί του Βασιλείου Β΄ κατά την προσωπική εκστρατεία του τελευταίου εναντίον του, το 986, άνοιξε τον δρόμο για την πλήρη επανεγκαθίδρυση ενός βουλγαρικού βασιλείου με αυτόν ως τσάρο.
Το βασίλειο του Σαμουήλ επεκτάθηκε σταδιακά στο μεγαλύτερο μέρος των εδαφών της αυτοκρατορίας του Συμεών, εκμεταλλευόμενο έναν νέο εμφύλιο που ξέσπασε στο Βυζάντιο, την περίοδο 987-989. Το πολιτικό επίκεντρο του κράτους του Σαμουήλ παρέμεινε όμως η περιοχή της Αχρίδας και δεν μεταφέρθηκε ποτέ στο ιστορικό κέντρο της βουλγαρικής βασιλείας, στην ευρύτερη περιοχή της Πλίσκας και της Πρεσλάβας.
Η νίκη του Βασιλείου Β΄ στη δεύτερη εμφύλια διαμάχη, το 989, τον κατέστησε απόλυτο κυρίαρχο στην αυτοκρατορία και σηματοδότησε την ωρίμασή του ως στρατιωτικού ηγέτη, η οποία έμελλε να τον μεταμορφώσει σε έναν από τους πιο επιτυχημένους πολεμιστές-αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης.
Για τα επόμενα 29 χρόνια, με κάποια κενά διαστήματα, ο αυτοκράτορας διεξήγαγε συστηματικά εκστρατείες στα εδάφη του Σαμουήλ, συρρικνώνοντας σταδιακά την εδαφική κυριαρχία του Βούλγαρου τσάρου.
Το διασημότερο επεισόδιο αυτού του πολέμου έλαβε χώρα το 1014, όταν ο Βασίλειος κατάφερε να περικυκλώσει τον βουλγαρικό στρατό που φύλαγε το οχυρωμένο ορεινό πέρασμα Κλειδίον και να τον αιχμαλωτίσει στο σύνολό του. Σύμφωνα με τον ιστοριογράφο Ιωάννη Σκυλίτζη, 15.000 Βούλγαροι στρατιώτες τυφλώθηκαν κατά διαταγή του αυτοκράτορα, με έναν ανά εκατό να διατηρεί το ένα του μάτι για να μπορεί να καθοδηγεί τους υπόλοιπους. Οι τυφλωμένοι αιχμάλωτοι αφέθηκαν να επιστρέψουν στη Βουλγαρία, με στόχο την επίδειξη της ισχύος του αυτοκράτορα, αλλά και της αποφασιστικότητάς του να καθυποτάξει τους Βούλγαρους.
Το αποκρουστικό θέαμα των τυφλωμένων αιχμαλώτων φέρεται να προκάλεσε τον θάνατο του Σαμουήλ από καρδιακή προσβολή.
Το γεγονός της τύφλωσης τόσων αιχμαλώτων έχει ορθά αμφισβητηθεί από σύγχρονους ιστορικούς ως ανακριβές, καταρχάς λόγω των τεράστιων δυσκολιών της πρακτικής εφαρμογής μιας τέτοιας ποινής σε τόσο μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Εκτός από τις πρακτικές δυσκολίες, ο αριθμός των 15.000 ως φρουράς ενός περάσματος είναι υπερβολικός, με βάση λογικές εκτιμήσεις για τη συνολική στρατιωτική δύναμη του βουλγαρικού βασιλείου.
Μια πιο πρόσφατη άποψη προτείνει την πλήρη απόρριψη της ιστορικότητας του γεγονότος, ως πλήρως επινοημένου από τον ιστοριογράφο Σκυλίτζη, για προπαγανδιστικούς λόγους. Αν ο Σκυλίτζης είχε κάθε λόγο να διασκευάσει τα γεγονότα του Κλειδίου με σκοπό ν’ αποδώσει στη στρατιωτική επιτυχία του αυτοκράτορα μεγαλύτερη βαρύτητα από αυτή που πραγματικά είχε, το γεγονός ότι δεν έδωσε την ίδια βαρύτητα στα γεγονότα της μάχης της Πελαγονίας το 1017, όπου κάνει λόγο για παρόμοια μεταχείριση Βουλγάρων αιχμαλώτων, υποδεικνύει ότι η πράξη της τύφλωσης δεν αποτελεί επινόηση του συγγραφέα, αλλά πραγματικό γεγονός.
Αυτό που πρέπει να αμφισβητηθεί, λοιπόν, δεν είναι η εφαρμογή της σκληρής αυτής ποινής, αλλά ο αριθμός των θυμάτων, που πρέπει να ήταν κατά πολύ μικρότερος των παραδεδομένων, δεδομένης της τάσης των μεσαιωνικών ιστοριογράφων να διογκώνουν τα νούμερα των στρατιωτικών δυνάμεων.
Εξίσου πιθανό είναι η ποινή να μην εφαρμόστηκε στο σύνολο των αιχμαλωτισθέντων, αλλά σε ένα μέρος τους, αφού βασικός στόχος του αυτοκράτορα ήταν να προκαλέσει έναν συγκεκριμένο συμβολισμό.
Αυτός ακριβώς ο συμβολισμός παρουσιάζει και το μεγαλύτερο ιστορικό ενδιαφέρον, διότι, σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, η ποινή της τύφλωσης προβλεπόταν για Ρωμαίους υπηκόους που στασίαζαν ενάντια στον αυτοκράτορα. Η εφαρμογή μιας τέτοιας ποινής σε Βούλγαρους αιχμαλώτους υποδηλώνει, λοιπόν, τη μεταχείρισή τους από τον Βασίλειο Β΄ όχι ως αιχμαλώτων πολέμου, υπηκόων ενός ξένου κράτους, αλλά ως στασιαστών υπηκόων του Ρωμαίου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης.
Η προσέγγιση του πολέμου με τους Βούλγαρους ως εσωτερικής υπόθεσης της αυτοκρατορίας αναδεικνύεται από τη ορολογία τόσο των ιστοριογραφικών όσο και άλλων πηγών. Το κίνημα των Κομητόπουλων χαρακτηρίστηκε από τους ιστοριογράφους ως «αποστασία», όρος με ξεκάθαρο νομικό-πολιτικό περιεχόμενο, άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιδέα της κυρίαρχης αυτοκρατορικής πολιτείας.
Τον ίδιο όρο χρησιμοποιούσαν οι ελληνόφωνοι Ρωμαίοι συγγραφείς για κάθε κίνημα ενάντια στην αυτοκρατορική εξουσία, όπως π.χ. την παράλληλη εξέγερση του Βάρδα Σκληρού.
Από την οπτική του αυτοκρατορικού κράτους, λοιπόν, η εξέγερση των Βουλγάρων είχε τον χαρακτήρα έναρξης μιας εμφύλιας σύγκρουσης, αφού ήταν μία ένοπλη σύγκρουση που αφορούσε την κρατική κυριαρχία και ξεκίνησε από υπηκόους του αυτοκρατορικού κράτους, με στόχο την απόσχιση εδαφών, τα οποία η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπιζε ως υπαγόμενα στην εξουσία της, παρά το γεγονός ότι δεν είχε προχωρήσει στην πλήρη διοικητική ενσωμάτωσή τους.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από ένα αυτοκρατορικό έγγραφο του 1020 που ρύθμιζε τις υποθέσεις της βουλγαρικής Εκκλησίας μετά το τέλος του πολέμου, στο οποίο ο Βασίλειος Β΄ αποδίδει ευχαριστίες στον Θεό που του επέτρεψε να ενώσει και πάλι υπό την εξουσία του το κομμάτι εκείνο της αυτοκρατορίας που είχε αποσχιστεί, ώστε να αποκατασταθεί η τάξη και τα σύνορα που είχαν καθιερώσει οι προκάτοχοί του.
Το γεγονός ότι οι σύγχρονοι ερευνητές, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν κατηγοριοποιούν αναλυτικά τον μακροχρόνιο πόλεμο μεταξύ της αυτοκρατορικής εξουσίας και των Βουλγάρων ως εμφύλιο πόλεμο, οφείλεται σε δύο λόγους.
Αφενός στο γεγονός ότι το αποσχιστικό κίνημα των Κομητόπουλων οδήγησε γρήγορα στη δημιουργία μιας νέας κρατικής οντότητας −με αποτέλεσμα, όπως διαχρονικά συμβαίνει σε εμφύλιες συρράξεις όπου η μια πλευρά στοχεύει στην απόσχιση εδαφών από το υπάρχον κράτος, η διαμάχη να πάρει τη μορφή διακρατικού πολέμου.
Αφετέρου, στο γεγονός ότι οι ελληνόφωνοι Ρωμαίοι ιστοριογράφοι χρησιμοποιούσαν τον όρο «εμφύλιος πόλεμος» αποκλειστικά και μόνο για ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ Ρωμαίων υπηκόων, ανεξαρτήτως της εθνοτικής τους ταυτότητας, στις οποίες ο επικεφαλής της εξεγερμένης πλευράς στόχευε στον αυτοκρατορικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης και όχι σε αυτονόμηση εδαφών από την κεντρική εξουσία.
Η προσπάθεια της αυτοκρατορικής εξουσίας κατά τον πρώιμο 11ο αιώνα να διαμορφώσει μια εικόνα της σύγκρουσης με τους Βούλγαρους ως διευθέτηση μίας εμφύλιας εξέγερσης σχετίζεται καταρχήν με τη διαφορά αντίληψης περί πολιτικής κοινότητας, τα όρια της οποίας στη σκέψη των μεσαιωνικών Ρωμαίων τα καθόριζε η πίστη στην εξουσία του αυτοκράτορα και όχι στο πολιτισμικά και εδαφικά πεπερασμένο κυρίαρχο έθνος, όπως στη νεωτερική σκέψη.
Η κατανόηση αυτής της διαφοράς αποτελεί βασική προϋπόθεση για να αναλύσουμε τον διαφορετικό τρόπο που ο πόλεμος εναντίον των Βουλγάρων ιδεολογικοποιήθηκε την εποχή του Βασιλείου Β΄ προτού επανιδεολογικοποιηθεί μεταγενέστερα, κατά την περίοδο της διαμόρφωσης του σύγχρονου ελληνικού έθνους-κράτους και του «μακεδονικού ζητήματος» στα τέλη του 19ου αιώνα.
Εθνική μυθιστοριογραφία για παιδιά
Ο μύθος του Βασιλείου Β΄ ως Βουλγαροκτόνου διαμορφώθηκε στο Βυζάντιο μόλις στα τέλη του 12ου αιώνα. Μετά την καθυπόταξη των Βουλγάρων, το 1018, και για τα επόμενα 167 χρόνια που αυτοί παρέμειναν Ρωμαίοι υπήκοοι, η προβολή της εικόνας ενός αυτοκράτορα ως Βουλγαροκτόνου ήταν πολιτικά ασύμφορη και ιδεολογικά ασύμβατη με τον στόχο της ειρηνικής συνύπαρξης των εθνοτικά διαφορετικών πληθυσμών των Βαλκανίων, στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας.
Στα τέλη του 12ου αιώνα, αυτό άλλαξε ωστόσο, καθώς οι σλαβικοί, βλαχικοί και βουλγαρικοί πληθυσμοί στα βορειοανατολικά Βαλκάνια αποσχίστηκαν υπό την ηγεσία δύο αδελφών βλαχικής καταγωγής, των Πέτρου και Ασεν, οι οποίοι αναβίωσαν τη βουλγαρική βασιλική παράδοση.
Το νέο βουλγαρικό κράτος υπήρξε μέρος της διαδικασίας πολιτικού κατακερματισμού της αυτοκρατορίας που ξεκίνησε αυτήν την περίοδο και έμελλε να κορυφωθεί με την πτώση της Κωνσταντινούπολης, το 1204.
Οι ιστοριογράφοι της περιόδου αυτής, όσο και οι ίδιοι οι φορείς της αυτοκρατορικής εξουσίας, είχαν ανάγκη από ένα ιστορικό πρότυπο, που θα λειτουργούσε ως σημείο σύγκρισης και αναφοράς αντίστοιχα. Σε αυτό το πλαίσιο μαρτυρούνται οι πρώτες αυθεντικές αναφορές στον Βασίλειο Β΄ ως Βουλγαροκτόνο, χαρακτηρισμός που εδραιώθηκε στους αιώνες που ακολούθησαν.
Το προσωνύμιο, λοιπόν, που καθόρισε τη νεωτερική ιστορική πρόσληψη του στρατηλάτη αυτοκράτορα δεν ήταν προϊόν της δικής του εποχής και των ιστοριογράφων που πρώτοι έγραψαν για αυτήν, αλλά μιας μεταγενέστερης περιόδου ήττας και πτώσης της αυτοκρατορίας, στο πλαίσιο της οποίας προέκυψε η ανάγκη επαναπροσδιορισμού ενός ένδοξου παρελθόντος.
Στα τέλη του 12ου αιώνα, η επίκληση του ένδοξου αυτού παρελθόντος συσχετιζόταν με τον εν γένει χαρισματικό χαρακτήρα του αυτοκρατορικού θεσμού και τον ρόλο στρατιωτικά ικανών ηγεμόνων στη διατήρηση μίας ενιαίας και ισχυρής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Στο πλαίσιο των πολιτικών και πολιτισμικών αναγκών της νεωτερικότητας, στο μεταίχμιο του 19ου με τον 20ό αιώνα, ο μύθος του Βουλγαροκτόνου επανήλθε στο προσκήνιο ως μέρος της ιστορίας ενός έθνους-κράτους υπό διαμόρφωση, το οποίο στο όνομα της διαχρονικής εθνοπολιτισμικής του ανωτερότητας πρόβαλε εδαφικές διεκδικήσεις απέναντι σε γειτονικούς λαούς.
Η Ιστορία του Ελληνικού Εθνους του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου υιοθέτησε και επικοινώνησε την εικόνα του Βασιλείου ως Βουλγαροκτόνου, θέτοντας έτσι τις ιδεολογικές βάσεις, ώστε οι πολεμικές επιτυχίες ενός Ρωμαίου αυτοκράτορα του Μεσαίωνα να εργαλειοποιηθούν ως επιχείρημα ιστορικής δικαίωσης των επίκαιρων ελληνικών εθνικών διεκδικήσεων, στο πλαίσιο του «μακεδονικού ζητήματος».
Η θεωρία ότι η μεσαιωνική ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρξε μία ελληνική αυτοκρατορία, ως ο φορέας του ελληνικού εθνικού πολιτισμού κατά τον Μεσαίωνα, αποτέλεσε το υπόβαθρο για τη μεθερμηνεία του πολέμου του Βασιλείου Β΄ στο πλαίσιο του αναδυόμενου εθνικού ανταγωνισμού των Ελλήνων με τους Σέρβους και τους Βούλγαρους για τα εδάφη της Μακεδονίας από το 1870 και μετά.
Η νίκη ενός Ρωμαίου αυτοκράτορα επί στασιαστών υπηκόων μεταφράστηκε σε νίκη των Ελλήνων επί των Βουλγάρων για την ανάκτηση εδαφών που θεωρούνταν διαχρονικά ελληνικά.
Ως βασική απόδειξη της ελληνικότητας του Βασιλείου Β΄ χρησιμοποιήθηκε η θριαμβευτική κάθοδός του στην Αθήνα μετά το τέλος του πολέμου το 1018 και η επίσκεψή του στον ναό της Παναγίας Αθηνιώτισσας στον Παρθενώνα, που είχε μετατραπεί σε λατρευτικό κέντρο ήδη από τον πρώιμο Μεσαίωνα.
Υποβαθμίζοντας την εύλογη ανάγκη του αυτοκράτορα να επιβεβαιώσει διά της παρουσίας του στους πληθυσμούς της κεντρικής Ελλάδας την εν θεώ νίκη του επί ενός αντιπάλου, ο οποίος με τις επιδρομές του επί δεκαετίες είχε θέσει εν αμφιβόλω την επικυριαρχία της Κωνσταντινούπολης στις περιοχές αυτές, η εθνοκεντρική οπτική της ιστορίας μπορούσε να ερμηνεύσει αυθαίρετα αυτή την ενέργεια ως ενδεικτική της πρόθεσης του Βασιλείου να στραφεί προς το αρχαιοελληνικό παρελθόν και να αναδείξει τη σχέση του με αυτό.
Ο εορτασμός της νίκης επί των Βουλγάρων στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη, δηλαδή το αρχαίο και μεσαιωνικό λίκνο του Ελληνισμού αντίστοιχα από την οπτική της εθνικής ιστορίας, προβλήθηκε ως επιβεβαίωση της διάρκειας του έθνους στον χρόνο που δικαίωνε τις σύγχρονες διεκδικήσεις του στον χώρο.
Η διαμεσολάβηση της ελληνοκεντρικής αυτής ερμηνείας των πολέμων του Βασιλείου Β΄ από λογοτεχνικά έργα της εποχής έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κοινωνική γείωση και εκλαΐκευσή της.
Για παράδειγμα, ο Κωστής Παλαμάς δημοσίευσε, το 1910, το ποίημά του «Η φλογέρα του Βασιλιά», αφορμή για τη συγγραφή του οποίου αποτέλεσε ο «μακεδονικός αγώνας» και η ανάγκη για την ιδεολογική περιχαράκωσή του μέσα από την ανάδειξη των ιστορικών κατορθωμάτων του Ελληνισμού. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονταν φυσικά ο στρατιωτικός θρίαμβος του Βασιλείου Β΄ επί ενός βουλγαρικού βασιλείου με επίκεντρο την περιοχή της Μακεδονίας.
Κεντρικό θέμα του ποιήματος ήταν το περίφημο προσκύνημα του αυτοκράτορα στην Αθήνα, μετά τη νίκη του. «Τάχα και τι στοχάστηκε; το Θεό; τη στερνή κρίση; τη βασιλεία των ουρανών; τη δόξα των Ελλήνων; την ιστορία; τη σωτηρία; το γένος; την ψυχή του; Ποιος ξέρει;», αναρωτιόταν ο ποιητής, για να δώσει ο ίδιος την απάντηση λίγο πιο κάτω «Αθήνα, εσέ ερωτεύτηκε• τράβηξε προς εσένα!».
Η πιο ολοκληρωμένη ιστορική αναθεώρηση του πολέμου του Βασιλείου Β΄ με τους Βούλγαρους σε ένα λογοτεχνικό έργο έλαβε χώρα στο περίφημο μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα, με τη χαρακτηριστική ονομασία «Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου».
Το έργο δημοσιεύθηκε το 1911 κι εξιστορεί τις περιπέτειες δύο παιδιών ευγενικής καταγωγής, από τη μέρα που αιχμαλωτίσθηκαν από τους Βούλγαρους, κατά τη διάρκεια μίας επιδρομής στην Αδριανούπολη το 1004, μέχρι το τέλος του πολέμου. Ο διακηρυγμένος στόχος της Δέλτα, όπως προκύπτει από την αλληλογραφία της με τον Παλαμά, ήταν να διδάξει μέσα από το μυθιστόρημά της τα μικρά παιδιά ιστορία, με σκοπό να τα διαποτίσει με τα ιδανικά της αγάπης για την πατρίδα και το έθνος.
Σε αυτό το πλαίσιο, χρησιμοποίησε το μνημειώδες έργο του Γάλλου δημοσιογράφου και ιστορικού Gustave Schlumberger για τη Βυζαντινή Εποποιία, με σκοπό να μείνει όσο το δυνατόν πιο πιστή στα ιστορικά γεγονότα. Αυτό ωστόσο δεν την εμπόδισε να μετατρέψει τον πόλεμο ανάμεσα στη ρωμαϊκή εξουσία της Κωνσταντινούπολης και τους Βούλγαρους σε πόλεμο δύο εθνών, των Ελλήνων και των Βουλγάρων, επικαιροποιώντας έτσι το ιστορικό γεγονός.
Η εθνική διαπαιδαγώγηση των νέων Ελλήνων της εποχής του «μακεδονικού αγώνα» περνούσε μέσα από την εικόνα ενός Ελληνα βουλγαροκτόνου αυτοκράτορα στον Μεσαίωνα.
Την εικόνα αυτή εργαλειοποιούσε και η επίσημη εξουσία. Οταν ο διάδοχος του ελληνικού θρόνου Κωνσταντίνος εισήλθε στη Θεσσαλονίκη την 29η Οκτώβρη του 1912, μετά την παράδοση της πόλης από τους Τούρκους, έγινε δεκτός στους οργανωμένους πανηγυρισμούς με την προσφώνηση «ζήτω ο απελευθερωτής βασιλιάς, ζήτω ο Βουλγαροκτόνος».
Μετά τη δολοφονία του πατέρα του, Γεωργίου Α’, και την άνοδό του στον θρόνο τον Μάρτιο του 1913, ο Κωνσταντίνος μπροστά στην πρόκληση του Β’ Βαλκανικού Πολέμου προώθησε την αυτοπροβολή του ως συνεχιστή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, υιοθετώντας το προσωνύμιο Βουλγαροκτόνος, όπως προκύπτει από αφίσες που κυκλοφόρησαν, στις οποίες ο βασιλιάς εμφανίζεται με στρατιωτική ενδυμασία και τον τίτλο: «ο μέγιστος των Κωνσταντίνων Βουλγαροκτόνος ΙΒ΄».
Eνοχλητικές ιστορικές αλήθειες
Ο αναχρονισμός, ως βασικό ιδεολογικό εργαλείο της εθνικής ιστορίας που αναθεωρεί με εθνοκεντρικούς όρους το παρελθόν για να το θέσει στην υπηρεσία των πολιτικών συμφερόντων του παρόντος, αφορά, στην περίπτωση του Βασιλείου Β΄, τόσο την αναθεώρηση της ταυτότητας της πολεμικής σύγκρουσης του με τους Βούλγαρους όσο και τις συλλογικές ταυτότητες των δύο αντίπαλων στρατοπέδων.
Το τελευταίο αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα για τις αστοχίες που εμπεριέχει κάθε προσέγγιση ιστορικών γεγονότων μέσα από το πρίσμα της διαχρονικής ύπαρξης εθνών ως βασικών δρώντων υποκειμένων στην Ιστορία.
Οι αστοχίες αυτές ήταν ορατές ακόμα και στους ίδιους τους συνδημιουργούς της εθνικής αναθεωρητικής γραμμής. Ετσι ο Κωστής Παλαμάς ασκούσε κριτική σε επιστολή του προς την Πηνελόπη Δέλτα για τον αναχρονισμό να εξάρει την αγάπη για την πατρίδα ως βασικό κίνητρο των πρωταγωνιστών του πολέμου στο μυθιστόρημά της, ενώ στην πραγματικότητα το κίνητρό τους ήταν η αφοσίωση στον αυτοκράτορα.
Ο Παλαμάς δεν φαίνεται να ενοχλήθηκε βέβαια καθόλου από έναν άλλο εξόφθαλμο αναχρονισμό της Δέλτα, δηλαδή τη μετονομασία των μεσαιωνικών Ρωμαίων σε Ελληνες, καθώς σε αυτόν τον αναχρονισμό κατέφευγε και ο ίδιος στο ποίημά του, στο όνομα μιας ουσιοκρατικής εθνοπολιτισμικής ταυτότητας, η οποία δεν βρίσκει καμία στήριξη στις πηγές της εποχής του Βασιλείου Β΄.
Η κριτική παρατήρησή του, όμως, είναι πολύτιμη, διότι αναδεικνύει εύστοχα τον δευτερεύοντα ρόλο που διαδραμάτιζαν οι εθνοτικές κατηγοριοποιήσεις πληθυσμών (Ρωμαίοι – Βούλγαροι) στην ταύτισή τους με τις πολιτικές εξουσίες και τις πολιτικές κοινότητες που αυτές οριοθετούσαν κατά τον Μεσαίωνα. Αναδεικνύει δηλαδή την απουσία εθνικισμού, βασικής προϋπόθεσης για την ύπαρξη εθνικών κοινοτήτων.
Οι αποστασίες τοπικών αρχόντων και μελών της ελίτ και από τις δύο πλευρές προς τον ένα ή τον άλλο ηγεμόνα κατά τη διάρκεια του πολέμου, ανάλογα με το προσωπικό συμφέρον, καταδεικνύουν τον τρόπο διαμόρφωσης πολιτικών συμμαχιών και ως εκ τούτου συλλογικών πολιτικών ταυτίσεων στη βάση επενδεδυμένων συμφερόντων και προσωπικής αφοσίωσης στον εκάστοτε κάτοχο της εξουσίας.
Το τέλος του πολέμου βρήκε ένα μέρος σημαινόντων Βουλγάρων αρχόντων, όπως ο Καυκάνος, η οικογένεια Κρακρά, ο Δραγομούζος, o Βογδάνος, ο Νεστορίτζης, ο Λαζαρίτζης, ο Δοβρομηρός και άλλοι, να έχουν αλλάξει έγκαιρα στρατόπεδο, εξασφαλίζοντας για τους εαυτούς τους υψηλόβαθμα αξιώματα και τίτλους ως πιστοί Ρωμαίοι υπήκοοι του αυτοκράτορα, δηλαδή μία περίοπτη θέση στο πλαίσιο της αυτοκρατορικής κοινωνίας.
Παράλληλα, οι επαρχιακοί πληθυσμοί και από τις δύο πλευρές ήταν πρόθυμοι να υποταχθούν σε αυτόν που θα τους παρείχε τη μεγαλύτερη ασφάλεια μέσα σε μια επισφαλή κατάσταση, όπως ένας μακροχρόνιος πόλεμος, καθώς εκείνοι υπέφεραν πρώτοι τα δεινά του. Αλλωστε, η αγριότητα του πολέμου δεν ήταν αποκλειστικό προνόμιο των «βάρβαρων» Βουλγάρων, όπως καταδεικνύουν οι πρακτικές του Βασιλείου Β΄ όχι μόνο να τυφλώσει Βούλγαρους αιχμαλώτους σε δύο περιπτώσεις, αλλά και να επιβάλει τη συστηματική βίαιη μετακίνηση ή και σφαγή πληθυσμών από σημαντικές πόλεις που καταλάμβανε.
Οι άβολες αυτές πληροφορίες των πηγών έπρεπε να υποβαθμιστούν στο εθνικό ιστορικό αφήγημα, το οποίο επεδίωκε να ενισχύσει το επίκαιρο δίπολο πολιτισμένοι Ελληνες μακεδονομάχοι – βάρβαροι Βούλγαροι κομιτατζήδες, σκιαγραφώντας μία διαχρονική εικόνα των Βουλγάρων ως βαρβάρων, στις αγριότητες και την επιθετικότητα των οποίων απαντούσαν διά των όπλων οι πολιτισμικά ανώτεροι Ελληνες-Βυζαντινοί.
Αυτή η οριενταλιστικού χαρακτήρα ταξινόμηση λαών στη βάση της εθνοπολιτισμικής ανωτερότητας ήταν εν τέλει ο λόγος που ο Βασίλειος Β΄ έπρεπε να μείνει στην ιστορία ως Βουλγαροκτόνος.
*Λέκτορας Βυζαντινής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου
Διαβάστε
▶ Dennis Hupchick, The Bulgarian-Byzantine Wars for Early Medieval Balkan Hegemony. Silver-Lined Skulls and Blinded Armies (Σαμ 2017, εκδ. Palgrave-MacMillan). Η νεότερη μονογραφία με αναλυτική περιγραφή των πολέμων του Βασιλείου Β΄ με τον Σαμουήλ.
▶ P. Schreiner, «Die vermeintliche Blendung. Zu den Ereignissen von Kleidion im Jahr 1014», σε Европейският Югоизток през втората половина на X – началото на XI век. История и култура (Σόφια 2015, εκδ. Военно издателство), σ.170-190. Η νεότερη θεωρία για το ζήτημα της τύφλωσης των αιχμαλώτων.
▶ Yannis Stouraitis, «Civil war in the Christian Empire», σε Y. Stouraitis (ed.), A Companion to the Byzantine Culture of War, c. 300-1204 (Λάιντεν 2018, εκδ. Brill), σ.92-123. Η νεότερη μελέτη για τον εμφύλιο πόλεμο στο Βυζάντιο, με αναφορά στην περίπτωση της εξέγερσης των Κομητόπουλων.
▶ Μαριάννα Σπανάκη, Βυζάντιο και Μακεδονία στο έργο της Π. Σ. Δέλτα: Η σχέση ιστορίας και λογοτεχνίας, (Αθήνα 2004, εκδ. Ερμής). Διακειμενική ανάλυση των ιστορικών μυθιστορημάτων της Πηνελόπης Δέλτα.
▶ Paul Stephenson, The Legend οf Basil the Bulgar-Slayer (Κέμπριτζ 2003, εκδ. Cambridge University Press). Το βασικό επιστημονικό έργο για τη δημιουργία και εξέλιξη του μύθου του Βουλγαροκτόνου.
Επιμέλεια: Τάσος Κωστόπουλος