Πόσοι γεύτηκαν το πρόσκαιρο ερωτικό αγκάλιασμά της; Πόσοι εκτόνωσαν τα βίαια ένστικτά τους πάνω της και ξέσπασαν τον απύθμενο θυμό τους ή τη μισαλλοδοξία τους; Έχει χάσει πια το λογαριασμό. Θυμάται μόνο εκείνους τους ευγενείς και μειλίχιους που δεν την έβλαψαν ακόμη κι όταν αξίωσαν να κυριαρχήσουν πάνω της…
Σε στρώμα θαλασσινού νερού απλώνεται το κακοπερασμένο κορμί της. Λικνίζεται απαλά ή χτυπιέται με ορμή στα πελάγη της υποταγής, όποτε ο εκάστοτε πορθητής, ξεχύνεται ασυγκράτητος μέσα της θέλοντας να την κατακτήσει ολοκληρωτικά. Κι άλλοτε… εκπορνευόμενη μέχρις εσχάτων, μισόγυμνη και απωθητικά πρόστυχη, ακροπατεί τρεκλίζοντας πάνω σε κοθόρνους…
Το φτηνό σαπούνι που «νίπτουν τα χείρας τους» οι προστάτες κι οι εραστές της, δεν ξεπλένει τις ανομίες, μήτε τις επιθυμίες. Η αποφορά κι ο ιδρώτας των ορεγόμενων «περιπτύξεις» χτυπά στα ρουθούνια σα φτηνιάρικο πατσουλί, αγορασμένο σε παζάρι της Ανατολής. Η όψη της στο ραγισμένο καθρέφτη της πατρίδας δείχνει σαφή ίχνη μιας παλιάς ομορφιάς κι ενός μεγαλείου που τσακίστηκε, ξεπουλημένο σε μύρια βρωμερά αγκαλιάσματα. Τίποτα δεν θυμίζει πως κάποτε ήταν εκείνη η αφορμή να γεννηθούν σκέψεις γόνιμες και πρωτοπόρες, να εγερθούν ιδέες μοναδικές και ιδεώδη, να γίνουν απίστευτες θυσίες από εκείνους τους ολίγους που πραγματικά την αγάπησαν και θέλησαν να την τιμήσουν κι όχι να την αποτιμήσουν, να ακουστούν τόσες αλήθειες όσα και ψέματα μετέπειτα. Η συναλλαγή, η διαφθορά και το ξεπούλημα, την έχουν διαποτίσει πλέον μέχρι μυελού οστών.
Στο παλιό λαβομάνο, λαβωμένες ξεψυχούν οι μέρες, όμοιες η μία με την άλλη. Σα σκηνές από ταινία του Αγγελόπουλου, με το πλάνο καθηλωμένο, να υπογραμμίζει την προϊούσα παρακμή. Σα ποίημα του Καβάφη για τους βαρβάρους, μα χωρίς τις λέξεις που στίχους φτιάχνουν.
Οι πόρτες του οίκoυ ανοιγοκλείνουν διαρκώς, νέοι πελάτες έρχονται, οι παλιοί ξαναπερνούν για «ένα στα γρήγορα». Οι ανικανοποίητοι αναζητούν ολοένα και πιο ακραίες συγκινήσεις, οι γηραλέοι με λερά σώβρακα προφασίζονται διάφορα για να καλύψουν τις αδυναμίες τους και να συγκαλύψουν τις απρόθυμες επιθυμίες τους. Οι «γόνοι» και οι «υπονόμοι», οι ένθεν κακείθεν, εναλλάσσουν ρόλους. Πότε αλληλοεξυπηρετούνται, πότε αντιμάχονται. Βγαίνουν μαχαίρια, αστράφτουν λάμες, άλλοτε αρπάζονται κι άλλοτε αγκαλιάζονται, πότε ακκίζονται και πότε ευτελίζονται, κομματικές καγκελόπορτες ανοίγουν και κλείνουν, το ίδιο και στόματα. Διάφορες νεόκοπες εταίρες προσέρχονται κι αυτές με θράσος περισσό, για να διδαχθούν την τέχνη της αποπλάνησης.
Στης περιπλάνησης τις άγνωστες ατραπούς, προσμένει η έρμη πως ίσως κάποιος βρεθεί να της δείξει το δρόμο. Να γιάνει τα μπλαβιά σημάδια στα μέλη της, από το θανατερό σφιχταγκάλιασμα των πάμπολλων πελατών…
Μια εξουσία, φτηνοπόρνη. Δηλωμένη και… «δεδηλωμένη» επί της αρχής. Προσφέρεται εκουσίως-ακουσίως σε κυβερνητικούς «προστάτες» έως και αντιπολιτευτικούς «πελάτες», ικανοποιώντας πειθήνια όλα τα βίτσια. Λερωμένη από σπέρμα και αίμα, πολιτικών κομμάτων και πρωθύστερων ανομημάτων. Ξεπουλά το ξεπαγιασμένο της σώμα σε άνομα κρεβάτια, με το κεραμίδι στον οίκο της χώρας να «τρίζει» από τους εκάστοτε κλυδωνισμούς των καρεκλάτων και φεδεράτων.
Σε μια πατρίδα που πελαγοδρομεί και ανάγει το τίποτε σε άπαν. Που αφήνει τους πολίτες της να μετατρέπονται σε έρμαια εκμετάλλευσης ή τους παρακολουθεί περίλυπη να γίνονται αυτόχειρες ιδανικών ένεκα δανεικών. Φοβάται το σήμερα μα και το αύριο, τις λέξεις που αργοπεθαίνουν, τους ανθρώπους που ολισθαίνουν στα ίδια πάντα λάθη με απύθμενα πάθη. Τρομοκρατημένη από το αναβιωμένο παιχνίδι επιβολής επί της Βουλής, των πολωμένων αποκλεισμών και των συμπεφωνημένων κομματικών εγκλεισμών. Των αθυρμάτων που κραδαίνουν την απειλή, ως ρομφαία και ρόπαλο.
Κατασκιαγμένη, εύκολα την κρατούν γονατισμένη, πεσμένη στα τέσσερα…