20.01.2019, 11:00 | εφσυν
Δύο, τέσσερα, έξι, οκτώ, δέκα… είκοσι έξι, είκοσι οκτώ, τριάντα. Τριάντα κουκούτσια, όλα από ένα μόνο φρούτο, ένα μανταρίνι τόσο όσο η γροθιά της.
Είχε υποσχεθεί να το κάνει. Να μετρήσει τα κουκούτσια.
Εφαγε και δεύτερο μανταρίνι όσο έγραφε. Μετά άρχισε να μετράει: δύο, τέσσερα, έξι, οκτώ… είκοσι δύο, είκοσι τρία. Αυτό ήταν μια σταλιά μικρότερο, δυο φετούλες λιγότερες, άντε τρεις.
Αλλά τόσο γλυκό. Τα τελευταία από τη μανταρινιά τη χιώτικη στον κήπο του εξοχικού. Του χρόνου πάλι.
Οταν τη φύτεψαν, είκοσι χρόνια πίσω, ήταν ένα δεντράκι τόσο δα, λεπτό σαν κλαράκι με καμιά δεκαριά πράσινα φρούτα που έπεσαν γρήγορα. Αλλά μετά αποδείχτηκε πολύ προκομμένο, την επόμενη χρονιά έκοψαν αρκετά φρούτα. Από τη μεθεπόμενη δεν αγόρασαν ξανά μανταρίνια. Μόνο μια φορά που έπεσε απότομα χιονιάς βαρύς και χάλασε τους καρπούς.
Η μανταρινιά άντεξε· το μόνο από τα ξινά του κήπου, που χάλασαν όλα κι έπρεπε να τα μπολιάσουν από την αρχή. Δεν είχαν προλάβει να τα σκεπάσουν, να τα σώσουν…
Οταν ήταν μικρή, της άρεσε να τσακίζει τη φλούδα των μανταρινιών και να μυρίζει το άρωμα, που ακόμη και όταν το φρούτο ήταν ακόμα πράσινο γέμιζε το δωμάτιο. Ή αφού το φάει να πετάει τη φλούδα στο τζάκι για να μοσχοβολήσει ο τόπος. Θυμόταν βέβαια και το τσούξιμο, αν τυχόν τα αιθέρια έλαια, την ώρα που έσπαγε η φλούδα, ξέφευγαν και πήγαιναν στα μάτια…
Και τώρα μέτραγε κουκούτσια. Τι χαζομάρα, τι παιδιάρισμα… Πιο πολύ για αστείο το έκανε, δεν ήθελε να δουλέψει.
Στόχος, να υπολογίσει πόσα κουκούτσια είχε αναγκαστεί να βγάλει και πόσο χρόνο αφιέρωσε στα χρόνια της ζωής της, γιατί επέμενε να τρώει μανταρίνια χιώτικα. Τόσα μανταρίνια, τόσα κουκούτσια, τόσα λεπτά της ώρας επί τόσα χρόνια ίσον τόσος χρόνος χαμένος.
Ενας φίλος της, που αγόραζε μόνο κλημεντίνες, αλλά και καρπούζι χωρίς κουκούτσια, υποστήριζε ότι δεν υπάρχει λόγος να ταλαιπωρείσαι όταν υπάρχει φρούτο χωρίς κουκούτσια, ούτε να σπαταλάς πολύτιμο χρόνο.
– Υπολόγισε τον χρόνο τη ζωής σου που έχεις χάσει φτύνοντας κουκούτσια από τα μανταρίνια και βγάζοντας με το πιρούνι τα σποράκια από το καρπούζι, της είπε με το γνωστό προβοκατόρικο και πειραχτικό ύφος του.
Ποιος; Εκείνος που απολάμβανε ηδονικά το φαγητό, όπως και ό,τι άλλο έκανε στη ζωή του, όπως και ό,τι του άρεσε: τον καφέ του, το τσιγάρο του, τη δουλειά του και άλλα πράγματα…
– Μα, το πιο γλυκό μέρος του καρπουζιού είναι εκεί που έχει τα κουκούτσια, αντέτεινε εκείνη. Κι έπειτα είναι κι αυτό μέρος της ιεροτελεστίας…
– Χαμένος χρόνος, επέμενε. Προσπάθησε να το υπολογίσεις. Κάνε τη ζωή σου πιο απλή…
– Απλή κάνω τη ζωή μου όταν πλένω τα ρούχα στο πλυντήριο, του απάντησε. Δεν τον έπεισε.
Αποφάσισε λοιπόν να του κάνει το χατίρι – για μια ακόμη φορά. Η υπόθεση, φυσικά, καταδικασμένη και κόπος μάταιος. Γρήγορα εγκατέλειψε την προσπάθεια. Δεν μετριούνται τα χρόνια με κουκούτσια μανταρινιού, ούτε το αντίστροφο.
Κοίταξε τις αρωματικές φλούδες και το βουναλάκι από τα σπέρματα των φρούτων στο πιάτο πάνω στο γραφείο.
Θυμήθηκε ό,τι είχε κάνει μέχρι εκείνη τη στιγμή στη ζωή της, ό,τι άξιζε πραγματικά, ό,τι κρατούσε στα δικά της πολύτιμα, σε αυτά που άξιζε να σώσει και να διατηρήσει ζωντανά. Τίποτα δεν είχε έρθει εύκολα, τίποτα δεν της χαρίστηκε.
Επρεπε να προσπαθήσει, να δυσκολευτεί, αλλά ο χυμός μετά ήταν δυο φορές πιο γλυκός, τα αρώματα πιο δυνατά. Κι ύστερα οι κόποι, οι στενοχώριες ξεχνιούνταν. Κάτι σαν τα μανταρίνια τα χιώτικα, είχαν κουκούτσια, αλλά ο χυμός απαράμιλλος.
Κι όπως αναλογιζόταν τον διάλογο για τα μανταρίνια, ασυναίσθητα έφερε τα χέρια της στο πρόσωπό της. Τα δάχτυλά της μύριζαν αναζωογονητικά αιθέρια έλαια εσπεριδοειδών: φρεσκάδα και δύναμη και υγεία και ανατολίτικος αισθησιασμός.
Ετσι, είναι, σκέφτηκε. Να τρως μανταρίνι με κουκούτσια. Να ζεις τη ζωή.