27.01.2019, 11:00 | εφσυν
Αφησε, παιδί μου, το βιβλίο και βγες λίγο έξω να παίξεις. Θα χαλάσεις πια τα μάτια σου
Η φράση αυτή της μάνας μου συχνά με ξυπνάει, κάθε φορά που αφήνω ένα βιβλίο στο κομοδίνο μου για να κοιμηθώ ή τον υπολογιστή μου, το μέσο για να μαθαίνω όλα τα παράξενα, τα όμορφα και τα άσχημα του πιο μακρινού κόσμου. Αναγνώστρια και γραφιάς από μικρό παιδί… Βιβλίο, στυλό, τετράδιο, μπλοκ ζωγραφικής, μολύβι, ραδιόφωνο, βλέμμα στον ουρανό, βρέξει-χιονίσει, στα εύκολα, αλλά κυρίως στα δύσκολα. Το εντυπωσιακό είναι ότι όσο μαθαίνω και όσο διαβάζω τόσο πιο μικρή αισθάνομαι, τόσο περισσότερο αμφιβάλλω και όλο και περισσότερο διψάω να πάω λίγο παραπέρα.
Και κάπως έτσι ανακάλυψα τη Μέρι Ολιβερ. Κάπως αργά, το ομολογώ, αφότου πέθανε πριν από μερικές ημέρες. Ποια ήταν η Μέρι Ολιβερ, θα σας πω τα λίγα που έμαθα. Γεννήθηκε το 1935 και πέθανε στις 17 Ιανουαρίου 2019. Βραβευμένη μεταξύ άλλων με Pulitzer Αμερικανίδα ποιήτρια και δοκιμιογράφος. Ο θάνατός της προκάλεσε ένα κύμα δημοσιεύσεων στα ξένα μέσα, με αναφορές στο έργο της και στη σπουδαιότητά της.
Ετσι άρχισα να ψάχνω… Μέσα σε λίγες ημέρες, χάρη σε αυτό το τεχνολογικό θαύμα που λέγεται διαδίκτυο, βρέθηκα να κολυμπώ σε μια θάλασσα από λέξεις και ιδέες και συναισθήματα. Αυτό είναι το άλλο θαύμα: η ποίηση, παρηγοριά για όσους την υπηρετούν, αλλά και για όσους την κοινωνούν. Ομως, πέρα από τα ποιήματά της, στάθηκα πολλή ώρα σε ένα πεζό κείμενο, ένα δοκίμιο για τη σημασία της ρουτίνας στη ζωή, όχι όμως της οποιασδήποτε ρουτίνας: ξέρετε, σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι, φαγητό, ύπνος κ.ο.κ.
Μιλάει για τη δύναμη μιας σειράς πράξεων και ενεργειών που επαναλαμβανόμενη μπορεί να δώσει νόημα στη ζωή, να τη διαμορφώσει και να μας κάνει να προχωρήσουμε μπροστά.
Δύσκολο ακούγεται. Σε πρώτη ανάγνωση, σκέφτηκα ότι, δεν μπορεί, η συνήθεια και η ακινησία στα ίδια, τα γνωστά, τα οικεία, αυτά που είναι βολικά, δεν κρύβουν εκπλήξεις, δεν απαιτούν καμία προσπάθεια, είναι βάλτωμα, αργός θάνατος.
Φυσικά είχα κάνει λάθος… Η Μέρι Ολιβερ δεν μιλούσε ακριβώς γι’ αυτό το πράγμα, την άκαρπη και αδιάφορη ρουτίνα, τη στασιμότητα, τον χρόνο που κυλάει χωρίς νόημα. Εξηγούσε πως οι άνθρωποι συνήθως κάνουν πιο εύκολα πράγματα που έχουν συνηθίσει και δεν έχουν μεγάλη σημασία, ενώ αναβάλλουν τα σημαντικά για αργότερα. Τα πολύπλοκα, αυτά που απαιτούν μεγαλύτερη προσπάθεια, τα αφήνουν συχνά για κάποια άλλη μέρα, για κάποια άλλη στιγμή. Ελεγε ότι η συνήθεια μας κυβερνά και μας ορίζει:
Τα μοτίβα της ζωής μας είναι αποκαλυπτικά για μας. Οι συνήθειές μας γίνονται το μέτρο μας
Η Αμερικανίδα ποιήτρια πίστευε ότι μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι από τη συνετή βοήθεια της συνήθειας, υπό την έννοια μιας ιεροτελεστίας πραγμάτων και ενεργειών που είναι συγκεκριμένες, αυστηρές και οικείες και μας επιτρέπουν να δημιουργήσουμε μια ηθική θεώρηση για τον κόσμο και την πραγματικότητα. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να δίνουμε μάχη με τις ίδιες αυτές συνήθειες, να μην τους επιτρέπουμε να μας κρατούν ακίνητους στο ίδιο σημείο, να μη μας κρύβουν το νέο, το διαφορετικό, να μη μας περιορίζουν.
«Οι μάχες μας με τη συνήθεια μιλούν για τα όνειρα που ακόμη δεν έχουν γίνει πραγματικότητα», τόνιζε. Ζόρικα τα πράγματα… Ισως γι’ αυτό τόσο γοητευτικά για τα μάτια και τα αυτιά μου. Στα όχι και τόσο λίγα χρόνια μου έμαθα να ζω με τις εκπλήξεις, ευχάριστες, αλλά και δυσάρεστες – νομίζω, αυτές είναι οι περισσότερες για την πλειονότητα των ανθρώπων.
Το σύνηθες είναι η ζωή να συμβαίνει πέρα από τον έλεγχό μας. Ο μόνος δρόμος είναι ο καθημερινός αγώνας και να έχεις κάτι να περιμένεις από το μέλλον. Διαπίστωσα πάντως ότι έχω κάποιες «καλές» συνήθειες, αυτές στις οποίες προσφεύγω όταν χάνω την ισορροπία μου, που σαν ζεστή αγκαλιά με σκεπάζουν. Και τότε γεννιούνται καινούργια όνειρα.
Ευχαριστώ, Μέρι Ολιβερ