Μετά την αποχώρηση των Ανεξάρτητων Ελλήνων από την κυβέρνηση, η πολιτική κατάσταση στην ελληνική πολιτική κοινωνία επαναπροσδιορίζεται σε όλα τα επίπεδα συγκροτήσεώς της: στο κομματικό, στο κοινοβουλευτικό, στο κυβερνητικό.
Σε μια ορθολογικώς δομημένη κοινοβουλευτική δημοκρατία, όπως συμβαίνει στις μέρες μας, με την «ελληνική περίπτωση» θα περίμενε κανείς να αναπτυχθούν προβληματισμοί, αναστοχασμοί και σχετικά θεωρητικο-πολιτικά σχέδια, όσον αφορά την κοινοβουλευτική διαδικασία μετασχηματισμού της βούλησης του «λαού», εντός των κοινοβουλευτικών ορίων και εντός των πολιτικών πλαισίων, σε σχέση με την άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας. Αντί όμως να συμβαίνει κάτι τέτοιο, όλοι οι πολίτες μετατρέπονται σε τηλεθεατές ενός αμείλικτου ανταγωνισμού κατά το πρότυπο των τηλεπαιχνιδιών δράσης και επικράτησης που μεταδίδουν τα ιδιωτικά κανάλια.
Αλλά ας εξετάσουμε τα πράγματα σε μια σειρά: τα υφιστάμενα δεδομένα είναι τα εξής: πρώτον, οι κοινοβουλευτικές εκλογές διεξάγονται σύμφωνα με το Σύνταγμα τον Οκτώβριο του 2019, ενώ θα μεσολαβήσουν τον Μάιο του 2019 οι ευρωεκλογές και οι εκλογές για την περιφερειακή και τη δημοτική αυτοδιοίκηση.
Το δεύτερο δεδομένο έχει να κάνει με τις ερμηνείες που διατυπώνονται, κατά διαστήματα, σχετικά με τα πολιτικά συμβάντα στην κοινωνία μας. Αναφέρω ενδεικτικά ότι κατά το τελευταίο διάστημα, ενώ έχουν συντελεστεί τρία μείζονα συμβάντα πρώτον, τον Αύγουστο του 2018 είχαμε την περιώνυμη «έξοδο» από τα μνημόνια, δεύτερον, την επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από το ελληνικό Κοινοβούλιο και τρίτον, την «έξοδο» στις αγορές, δηλαδή τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας από το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, η ελληνική πολιτική κοινωνία (δηλαδή εκλέκτορες – πολίτες και αντιπρόσωποι – πολιτικοί) δεν έχει συνειδητοποιήσει για ποιο πράγμα μιλάμε!
Δεν θα ήθελα να υποστηρίξω την άποψη περί «πολιτικής τύφλωσης», η οποία χαρακτηρίζει την αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά επισημαίνω με έμφαση ότι οι απόψεις και τα επιχειρήματά της δεν εντάσσονται στην κοινοβουλευτική λογική της πολιτικής ερμηνείας. Στο σημείο αυτό αξίζει τον κόπο να κάνω μια θεωρητική αναφορά για τη σχέση ανάμεσα στην κοινοβουλευτική πρακτική και την πολιτική ερμηνεία των γεγονότων.
Ασπάζομαι τη θέση του Nίτσε, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχουν γεγονότα παρά μόνον οι ερμηνείες τους. Από την άλλη κατά τον εικοστό αιώνα, ως φιλοσοφική κοινότητα με κορυφαίους τους Γκάνταμερ και Χάμπερμας, επεξεργαστήκαμε μοντέλα και μηχανισμούς συνομιλίας, επικοινωνίας και συνεννόησης και πολιτικής ερμηνείας τελικά. Αλλά ως πολιτική κοινωνία δεν έχουμε ενσωματώσει τους σχετικούς προβληματισμούς. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην ελληνική κοινοβουλευτική περίπτωση. Το ζήτημα των πολιτικών ερμηνειών έχει καταστεί στις μέρες μας μείζον διεθνές πρόβλημα.
Εντελώς επιγραμματικά τονίζω ότι όταν μιλάμε για το ζήτημα των πολιτικών ερμηνειών αναζητούμε τόσο το υποκείμενο που ομιλεί όσο και τις προτάσεις και τις θέσεις που αναπτύσσει. Στην περίπτωση της Ελλάδας, έχουμε δύο πολιτικά υποκείμενα που ομιλούν (τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Δημοκρατία), τα οποία όμως δεν έχουν συγκροτήσει στοιχειώδη κοινοβουλευτική «ομιλιακή συνεννόηση». Αντιθέτως, όσον αφορά την ερμηνεία των πολιτικών συμβάντων, τα δύο αυτά υποκείμενα τοποθετούν τους εαυτούς τους στο σημείο «μηδέν» της πολιτικής λογικής.
Φίλοι αναγνώστες, δεν σας κρύβω την αγωνία μου για την άρθρωση του πολιτικού διαλόγου κατά την επικείμενη προεκλογική περίοδο, η οποία για τη Νέα Δημοκρατία έχει αρχίσει εδώ και χρόνια (βλ. τις συγκεντρώσεις «παραιτηθείτε»!). Προσθέτω σ’ αυτή την αγωνία μου και την οργή μου, όταν είδα τον πρωτοσέλιδο τίτλο της εφημερίδας «Τα Νέα» – «Συνταγματική εκτροπή» (5 Φεβρουαρίου 2019), σχετικά με τη νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ.
Τελικά, όταν μιλάμε για πολιτικές ερμηνείες σχετικά με πράγματα της ζωής μας, μιλάμε πρωτίστως για τα υποκείμενα τα οποία εκφράζουν τις θέσεις μας. Στο συγκεκριμένο ζήτημα του κοινοβουλευτικού μετασχηματισμού της κυβερνητικής πλειοψηφίας, δεν έχουμε να κάνουμε με «συνταγματική εκτροπή». Εχουμε να κάνουμε με μια ορθολογική κοινοβουλευτική διαδικασία κριτικού ελέγχου της κυβερνητικής εξουσίας.
* καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης