Αφού λοιπόν η κυβέρνηση έλυσε το πρόβλημα της προστασίας της πρώτης κατοικίας μπορούμε όλοι να επιστρέψουμε ευχαριστημένοι και εφησυχασμένοι στους… καναπέδες.
Δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας αφού, σύμφωνα με τις εξαγγελίες, οι ρυθμίσεις προσφέρουν προστασία στη συντριπτική πλειονότητα των δανειοληπτών για πρώτη κατοικία, ενώ ταυτόχρονα ικανοποιούν τις επιθυμίες των τραπεζιτών και των δανειστών.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να μιλάμε για μια λύση σαν και αυτές του ομηρικού Νέστορα με την οποία όλοι οι εμπλεκόμενοι έφευγαν από το τραπέζι ήσυχοι και ικανοποιημένοι.
Αυτή όμως είναι η μία οπτική. Αυτή που βολεύει τους ισχυρούς. Υπάρχει και μία άλλη. Πιο ρεαλιστική. Αυτή που βασίζεται στη μία κοινά αποδεκτή διαπίστωση ότι: Οταν ο λύκος τσακώνεται με το πρόβατο δεν μπορεί να υπάρχει λύση που να ικανοποιεί και τους δύο. Ή ο ένας θα γλιτώσει ή ο άλλος θα πεινάσει.
Αν προσαρμόσουμε τη θεωρία του λύκου και του πρόβατου στην περίπτωση των «προβληματικών δανείων», τότε ο ρόλος του «λύκου» ανήκει στους επικεφαλής των συστημικών τραπεζών. Οι 500.000 δανειολήπτες εμφανίζονται με την προβιά του «προβάτου».
Στη δική μας ιστορία όμως συμμετέχουν ακόμα δύο πρωταγωνιστές που ο καθένας τους υποδύεται τρεις ρόλους ταυτόχρονα: του ενδιάμεσου, του μεσολαβητή και του αφανούς εκπροσώπου.
Η κυβέρνηση λειτουργεί ως ο αφανής εκπρόσωπος των δανειοληπτών. Οι δανειστές με το μεταρρυθμιστικό τους προσωπείο ουσιαστικά ευνοούν την άλλη πλευρά. Και οι δύο μεσολαβούν και διαπραγματεύονται.
Κανείς από εμάς τους κοινούς θνητούς δεν μπορεί να γνωρίζει τι κουβεντιάστηκε πίσω από τις κλειστές πόρτες. Αυτό όμως που μπορούμε να αντιληφθούμε είναι ότι η συμφωνία βασίστηκε σε έναν διαχωρισμό.
Οι μεσολαβητές συμφώνησαν με τους τραπεζίτες να διαχωρίσουν τους δανειολήπτες σε «αμνούς και ερίφια». Ηταν το πρώτο δώρο που πήραν οι τράπεζες καθώς έτσι είχαν το ελεύθερο να ξεκινήσουν από το μακέλεμα των «εριφίων».
Για τις ανάγκες της διαπραγμάτευσης τόσο οι τραπεζίτες όσο και οι δανειστές υποδύονταν τους δυσαρεστημένους. Υποστήριζαν ότι η λύση θα έπρεπε να περιλαμβάνει όλους τους δανειολήπτες, αν και γνώριζαν πολύ καλά ότι σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να αρπάξουν με τη μία τις περιουσίες των 500.000 δανειοληπτών. Τελικά συμφώνησαν.
Για να διευκολυνθεί η επικείμενη «επιδρομή», επανέφεραν το επινόημα των «στρατηγικών κακοπληρωτών» – λανσαρίστηκε στην περίοδο Σαμαρά-Βενιζέλου. Αυτοί θα ήταν τα «ερίφια» και δεν θα είχαν καμία προστασία. Αργότερα θα έφτανε η ώρα των «προβάτων», αφού οι νόμοι υπάρχουν για να προσαρμόζονται από τους… προθύμους.
Πέραν της αρχικής λείας οι τραπεζίτες είχαν έναν πρόσθετο λόγο να είναι ευχαριστημένοι. Αυτοί και οι μέτοχοί τους είχαν σιωπηλά εξασφαλίσει την παραγραφή των ευθυνών τους για την περίοδο που μοίραζαν τα δάνεια με τη σέσουλα χωρίς κανέναν ουσιαστικό έλεγχο προκειμένου να εξασφαλίσουν παχυλά μπόνους και υψηλά μερίσματα στους μετόχους.
Αλλά και οι δανειστές δεν είχαν κανένα λόγο να μην είναι ευχαριστημένοι. Βαφτίζοντας τη λεηλασία μεταρρύθμιση επιβεβαίωναν το δικαίωμα επικυριαρχίας στον τόπο. Ταυτόχρονα έστελναν ένα σαφές πολιτικό μήνυμα σε κάθε επίδοξο αμφισβητία της ορθότητας του πολιτικού τους λόγου: Δεν θα χάριζαν ούτε σεντ από αυτά που τους παρείχαν οι συμφωνίες των δανειακών συμβάσεων.
Αλλά και η κυβέρνηση ήταν ευχαριστημένη. Κατ’ αρχάς θα μπορούσε να πάρει το 1 δισ. ευρώ από τα κέρδη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και ορισμένων κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης που έχουν στην κατοχή τους ελληνικά ομόλογα και από την υλοποίηση ορισμένων μέτρων ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους.
Πρόσφατα ο Κλάους Ρέγκλινγκ είχε πει ότι προϋπόθεση για την εκταμίευση των χρημάτων ήταν να γίνει θετική εισήγηση στο πλαίσιο της δεύτερης μεταμνημονιακής αξιολόγησης της οικονομίας. Και για να δοθεί το «πράσινο φως» έπρεπε: να αρθεί η προστασία που πρόσφερε ο νόμος Κατσέλη, να λήξει το θέμα με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις. Μόνο τότε το Εurogroup της 11ης Μαρτίου θα επέτρεπε την εκταμίευση.
Επίσης, η συμφωνία εξυπηρετεί και άλλες ανάγκες πολιτικά αξιοποιήσιμες. Για παράδειγμα, διευκολύνει την έξοδο στις διεθνείς αγορές. Μόνο τυχαίο δεν μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι εδώ και έναν μήνα διακινείται το σενάριο για την έκδοση δεκαετούς ομολόγου.
Η θετική αξιολόγηση του Εurogroup θα λειτουργούσε στις αγορές ως πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης, ενώ η παροχή αδείας να ξεκοκαλίσουν τις περιουσίες των «εριφίων», δηλαδή των «στρατηγικών κακοπληρωτών», ως σιωπηλή υπόσχεση σε όλους τους επίδοξους επιδρομείς για μεγαλύτερα κέρδη. Παράλληλα εξασφαλίζει τουλάχιστον την ανοχή των συστημικών τραπεζών στη σχεδιαζόμενη νέα έκδοση ομολόγων.
Τέλος, η υποβόσκουσα απειλή μιας νέας ανακεφαλαιοποίησης, σε συνδυασμό με τον διαχωρισμό των «αμνών» από τα «ερίφια», περιορίζει -άγνωστο σε ποιο βαθμό- το πολιτικό κόστος της διευθέτησης.
Και το «κοπάδι»; Αυτό περιμένει να οδηγηθεί, όπως λένε και οι στίχοι του Αλκη Αλκαίου, «γελαστό και γελασμένο» κατά ομάδες στη σφαγή. Ανυπεράσπιστο εμπρός στη δύναμη των ισχυρών οι οποίοι καθαρμένοι και εξαγνισμένοι θα μιλούν για… επιβεβλημένη τιμωρία.
*δημοσιογράφος, συγγραφέας