H Μνήμη είναι η κινητήρια δύναμη της ψυχής και της Ιστορίας. Σταλάζει το αφυπνιστικό οξύ της κοινωνικής και αξιακής εγρήγορσης στη συνείδηση για να κρατιέται στα ύψη των μεγάλων ιδεωδών. Οταν η μνήμη ατονεί, τα τέρατα της Ιστορίας και της ψυχής προβάλλουν χέρι χέρι το ματωμένο προσωπείο τους, για να ξεριζώσουν την Ελευθερία.
Οπως τώρα που η Ακροδεξιά και ο φασισμός επανέρχονται για να αιματοκυλήσουν την Ευρώπη και την Ανθρωπότητα εκμεταλλευόμενοι την επέλαση της Λήθης που καλλιέργησαν μισαλλόδοξες ομάδες του σκότους.
Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Μανόλης Παντινάκης έχει στρατευτεί στον αγώνα της συλλογικής μνήμης, καταγράφοντας ανθρώπους της Κατοχής και της Αντίστασης σε κρίσιμα γεγονότα. Εχει εκδώσει 12 βιβλία, το τελευταίο με τίτλο: «Ανθρωποι, σαπούνι και λίπασμα. Κρητικοί στην κόλαση των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης», με πρόλογο του Ιάσονα Χανδρινού, Ρέθυμνο 2018.
Zωντανεύουν οι συγκλονιστικές μνήμες από τις αφηγήσεις των Κρητικών οι οποίοι επέζησαν από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης του Νταχάου, του Μαουτχάουζεν και του Μελκ. Ταυτόχρονα στο βιβλίο εμπεριέχονται ποιήματα του Γάλλου Ζακ Νταρκ, ο οποίος υπήρξε συγκρατούμενος στο Μαουτχάουζεν με τον Τάκη Νινιδάκη από την Κοξαρέ, το «κόκκινο» χωριό του Ρεθύμνου, και γράφτηκαν μέσα στην κόλαση των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης.
«Εβαλα το χέρι μου πάνω στα συρματοπλέγματα/ ουρλιάζουν τα κόκαλά μου,/ ουρλιάζει η σάρκα μου./ Ζωντανός: στραβωμένος, άφωνος, καθηλωμένος./ Πάει να σπάσει το κεφάλι μου, πάει να σπάσει η καρδιά μου…./ Σαν λυσσασμένος τρελός, το σώμα θέλει να πιαστεί από το σίδερο και τη φωτιά που το τρώνε ζωντανό./ Αστραπή, τράνταγμα, αστραπή, τράνταγμα./ Γαλάζιες φλόγες που κατακαίνε λευκό κρέας./ Αστραπή, τράνταγμα, αστραπή, τράνταγμα./ Δαγκώνει, τραβάει, τραντάζεται, σείονται/ οι μύες, το μεδούλι, τα κόκαλα./ Χτυπάει με δύναμη, τραβάει, συντρίβει ένα ψοφίμι που βγάζει καπνό, τυλίγεται και δένεται κόμπος./ Ουρλιάζω, έχω στρίψει εντελώς, έχω τσακιστεί, έχω συντριβεί, έχω χαθεί./ Κρατώ στην καρδιά μου το κελάηδημα ενός πουλιού που σφυρίζει στο γαλανό, ολογάλανο ουρανό μου!».
Μία από τις συγκλονιστικές μαρτυρίες είναι του Νινιδάκη, ο οποίος επιστρέφοντας από το Μαουτχάουζεν στην Κρήτη έφερε σαπούνι από τα κόκαλα των πυρπολημένων στους φούρνους. Η μάνα του το πήρε και το έθαψε με πόνο και συντριβή σε ένα χωράφι και το θυμιάτιζε σαν να ήταν δικοί της νεκροί! Ο Παντινάκης ζωντανεύει τις ματωμένες μνήμες της Ανθρωπότητας, απολύτως απαραίτητες για την αυτογνωσία και τη Δημοκρατία.