Αν δεν επρόκειτο για ένα παιδί, αλλά για κάποιον τριαντάρη και βάλε που θα πιανόταν στα πράσα να κουβαλάει στο σακίδιό του δύο κιλά λευκής σκόνης. Η Ειρήνη όμως, είναι δεκαεννέα.
Σημαίνει αυτό ότι δεν πρέπει να τιμωρηθεί; Όχι φυσικά. Ο νόμος είναι νόμος και πρέπει να τηρείται. Έχει σημασία όμως να έχει μια δίκαιη δίκη, να επιδειχθεί επιείκεια και οπωσδήποτε να της δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία. Να προλάβει να μάθει και να ζήσει φρέσκια και καθαρή μακριά απ’ τα μπουντρούμια του Χονγκ Κονγκ. Να σωφρονιστεί χωρίς η ζωή της να καταδικαστεί.
Αυτό επιδιώκει από χθες η οικογένειά της ζητώντας απ’ όποιον επιθυμεί, απ’ όποιον ευαισθητοποιείται να καταθέσει κάτι από το υστέρημά του ώστε να καλυφθούν τα υπέρογκα νομικά έξοδα. Είναι αυτός λόγος οι δυο ταλαιπωρημένοι γονείς και το κορίτσι τους να γίνονται βορά στα δόντια του εξαγριωμένου πλήθους;
Να καθυβρίζονται και να λοιδωρούνται επειδή προσπαθούν να προλάβουν κάτι από το κακό; Κι όμως! Ο κόσμος κραυγάζει ήδη «θράσος!» και «ντροπή!». Ηχούν στ’ αυτιά μου οι σειρήνες της οργής των κατ’ άλλα ευυπόληπτων πολιτών για τους γονείς της Ειρήνης. «Μας πώς τολμούν να ζητούν χρήματα για το βαποράκι τους» διάβασα κάπου. «Να σαπίσει στη φυλακή» πήρε το μάτι μου αλλού. «Ισόβια στο Χονγκ Κονγκ» έγραψε κάποιος τρίτος.
Μα για σταθείτε! Ποιος υποχρέωσε ποιον να πληρώσει για το κορίτσι; Ποιος έβαλε το χέρι στην τσέπη μας; Μήπως κάποιος μας έκλεψε και δεν το πήραμε είδηση; Δυο γονείς προσπαθούν να σώσουν το παιδί τους. Ένα κορίτσι που ακόμη δεν έκλεισε τη δεύτερη δεκαετία της ζωής του. Που πριν από δυο χρόνια πήγαινε σχολείο, ερωτευόταν και τραγουδούσε με τους φίλους του και το μεγαλύτερο του έγκλημα μπορεί να ήταν μια κοπάνα ή ένα τσιγάρο στο προαύλιο. Αυτό το παιδί ζητάμε να σαπίσει σε μια φυλακή μακριά από τους δικούς του ανθρώπους; Σ’ αυτό το παιδί αρνούμαστε με τόση ευκολία το ελάχιστο; Μια δίκαιη δίκη; Και μια καταδίκη ενδεχομένως -αν κριθεί ένοχη- που θα της επιτρέψει αύριο να επιστρέψει ως ισότιμο μέλος της κοινωνίας; Να σπουδάσει, να εργαστεί και να κάνει οικογένεια;
Επιλέγει η κοινωνία μας να χάνει τα παιδιά της για να μην χάσει τον καθωσπρεπισμό της. Προτιμά να ρίχνει δεκαεννιάχρονους «εγκληματίες» στον Καιάδα απ’ το να τσαλακώσει τη γραβάτα της. Ξεμπερδεύει μ’ ένα φθηνό και ρηχό «ας πρόσεχε!», αντί να βουτήξει στον βούρκο για να περισώσει ό,τι μπορεί και προλαβαίνει. Τερατόμορφη έγιν’ η κοινωνία μας και πριν κοιταχτεί στον καθρέφτη της, καλλωπίζεται για να μην αντικρίσει την αποκρουστική της εικόνα. Οργίζεται, κριτικάρει, απομακρύνει κάθε τι που της μοιάζει διαφορετικό και ξένο. Μιλά εκ τους ασφαλούς, καθισμένη στο ψηλό της βάθρο και βυθισμένη στη μιζέρια. Και δεν αναλογίζεται η φαιδρή πόσο εύκολα θαμπώνεται κι η ίδια από τη δόξα και τα πλούτη.
Τούτο δεν συμβαίνει και στην περίπτωση της Ειρήνης; Της «κακιάς» και ονειροπαρμένης Ειρήνης που πιάστηκε με δυο κιλά κοκαΐνη και είναι καλύτερα να περάσει τη ζωή της στις φυλακές της Κίνας γιατί «δεν πρόσεχε»; Γι’ αυτό δεν οργιζόμαστε εμείς οι αποστειρωμένοι κι αμόλυντοι; Γι’ αυτό δεν κατηγορούμε τους γονείς της που είμαι βέβαιος πώς έπαψαν να κοιμούνται τα βράδια; Γι’ αυτό δεν θεωρούμε θράσος να ζητούν οικονομική βοήθεια για το κορίτσι τους;
Νομίζουμε πως είμαστε καλύτεροι. Φοράμε τον ατσαλάκωτο μανδύα της ηθικής και αλίμονο σ’ όποιον τολμήσει να κοιτάξει τι κρύβεται μέσα του. Καταδικάσαμε την Ειρήνη πριν από τον φυσικό της δικαστή και δεν προλάβαμε να σκεφτούμε το αυτονόητο. Την υποχρέωση της Πολιτείας, δηλαδή όλων μας, να παλέψουμε ώστε ένας κατηγορούμενος -παιδί εν προκειμένω- να δικαστεί όπως του πρέπει. Νισάφι με την κριτική. Ποιοι είμαστε εμείς που θα πάρουμε τον νόμο στα χέρια μας; Που θα πετροβολήσουμε τις Ειρήνες και τις οικογένειές τους; Ποιος μας όρισε δικαστές και δήμιους;
Ίσως ακουστεί υπερβολικό, μα μέσα σε τούτη την υποκρισία, μέσα σε τούτη την απανθρωπιά και το μίσος, καθαρότερες από πολλούς άλλους είναι οι Ειρήνες αυτού του κόσμου. Που είναι επίσης θύματα, έκαναν λάθη, θα πληρώσουν και μια μέρα θα χρειαστεί ν’ αντικρίσουν μια κοινωνία που προστατευμένη στη γυάλα της θα τις αντιμετωπίζει σαν τους μεγαλύτερους εγκληματίες. Που τις δίκασε και τις καταδίκασε σαν εκείνη να κατέχει το αλάθητο. Που δεν σεβάστηκε ούτε το δικαίωμά τους να υπεραπιστούν μέχρι το τέλος την αθωώτητά τους. Και την ίδια στιγμή, πίσω από τις κλειδαμπαρωμένες πόρτες της φαντασιωνόταν μια μεγάλη ζωή κι ονειρευόταν ό,τι ονειρεύτηκε και το κορίτσι με τις κόκες…