Κυκλοφόρησε πρόσφατα και στη γλώσσα μας η διανοητική αυτοβιογραφία του Αυστριακού φιλοσόφου Καρλ Πόπερ με τίτλο «Αέναη αναζήτηση» (Ακαδημία Αθηνών, Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Φιλοσοφίας, εισαγωγή-μετάφραση: Κική Αλατζόγλου-Θέμελη).
Ο Καρλ Πόπερ (1902-1994) υπήρξε αναμφίβολα ένας από τους μεγάλους πρωταγωνιστές στην πνευματική σκηνή του εικοστού αιώνα. Η συμβολή του δεν περιορίζεται στο πεδίο της επιστημολογίας και της μεθοδολογίας των κοινωνικών επιστημών. Ο Πόπερ ήταν παράλληλα σημαντικός φιλόσοφος της πολιτικής, ο θεωρητικός της ανοιχτής κοινωνίας και φιλελεύθερος επικριτής του ολοκληρωτισμού, ο φλογερός πολέμιος του μαρξισμού και του κομμουνισμού. Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα συνέντευξης του Καρλ Πόπερ, που δημοσιεύτηκε το 1972 στην ιταλική περιοδική επιθεώρηση Biblioteca della libertà.
● Είστε βασικά φιλόσοφος, αλλά μπορείτε να μας μιλήσετε λίγο για την πολιτική σας βιογραφία;
Εγινα μαρξιστής περί το 1915, όταν ήμουν δεκατριών ετών, και αντιμαρξιστής τέσσερα χρόνια αργότερα. Παρέμεινα σοσιαλιστής μέχρι τα τριάντα μου, μολονότι συνέχιζα να αναρωτιέμαι όλο και συχνότερα αν σοσιαλισμός και δημοκρατία μπορούν να συνυπάρχουν. Η περίσταση που με μετέτρεψε σε αντιμαρξιστή είχε μεγάλη σημασία. Στη διάρκεια μιας ειρηνικής διαδήλωσης σοσιαλιστών και κομμουνιστών εργατών έπεσαν πυροβολισμοί και διάφοροι νεαροί διαδηλωτές σκοτώθηκαν. Ημουν τρομοκρατημένος και γεμάτος αγανάκτηση απέναντι στην αστυνομία, αλλά και απέναντι στον εαυτό μου στον βαθμό που, ως μαρξιστής, αισθανόμουν ηθικά υπεύθυνος για το μακελειό.
Σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, η ταξική πάλη πρέπει να οξύνεται και να εντατικοποιείται, επειδή μόνον έτσι επιταχύνεται η έλευση του σοσιαλισμού. Είναι αλήθεια ότι η επανάσταση μπορεί να απαιτεί θύματα, αλλά αυτά είναι συνολικά αρκετά λιγότερα από τα θύματα που ο καπιταλισμός εξοντώνει καθημερινά. Αυτή ήταν η μαρξιστική ανάλυση. Αναρωτιόμουν τότε αν θα μπορούσαμε ποτέ να βρούμε μια ορθολογική δικαιολόγηση για να υποστηρίξουμε αυτή τη θέση.
Αρχισα να διαβάζω τον Μαρξ με κριτικό βλέμμα και ανακάλυψα σε πόσο αδύναμα στηρίγματα βασιζόταν η μαρξιστική πίστη στο ιστορικά αναπόφευκτο της έλευσης του σοσιαλισμού. Αυτό που υπάρχει πραγματικά είναι τα πρόσωπα με τις χαρές τους και με τις λύπες τους. Εγώ ήμουν και παραμένω ατομικιστής, επειδή κατανοούσα ότι αυτό που μετράει είναι η επικράτηση της δικαιοσύνης μεταξύ των ατόμων και ότι έννοιες όπως «ανθρωπότητα» ή «κοινωνική τάξη» είναι απλές αφαιρέσεις, σημαντικές μεν σε ένα θεωρητικό πλαίσιο, αλλά μερικές φορές επικίνδυνες. Τι να πει κανείς, για παράδειγμα, για τους μαρξιστές που είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν το άτομο στο όνομα μιας αφηρημένης ανθρωπότητας ή για εκείνους που επιχαίρουν για την κακή συμπεριφορά των ατόμων, επειδή αυτή ρίχνει νερό στον μύλο της κοινωνικής επανάστασης; Φυσικά η κοινωνία υπόκειται σε συγκρούσεις συμφερόντων, αλλά δεν γνωρίζουμε αν η όξυνσή τους μπορεί να οδηγήσει σε μια καλύτερη ή σε μια χειρότερη κοινωνία (για παράδειγμα, σε μια φασιστική κοινωνία).
Η κριτική μου στάση απέναντι στον μαρξισμό δεν κλόνισε αρχικά τη σοσιαλιστική μου πίστη. Ο σοσιαλισμός ήταν για μένα ένα ηθικό αίτημα, όπως η ιδέα της δικαιοσύνης. Μια κοινωνική διάταξη που προσπαθούσε να διατηρεί τη συνύπαρξη της ταπεινωτικής φτώχειας με τον επιδεικτικό πλούτο ήταν στα μάτια μου άδικη και απαράδεκτη.
Ωστόσο, η ενισχυόμενη πεποίθησή μου ότι ο θεσμοποιημένος σοσιαλισμός καθιστά μαστοδοντικό το κράτος και υπερβολικά ισχυρή τη γραφειοκρατία με οδήγησε να εγκαταλείψω τις νεανικές μου απόψεις. Από τότε δεν πίστεψα ποτέ στη δυνατότητα να συνυπάρχουν ο σοσιαλισμός και η ελευθερία. Εξάλλου, είμαι πεισμένος ότι κάθε απλή συνταγή οδηγεί σε λάθος δρόμο. Αν «σοσιαλισμός» σημαίνει «κοινωνικοποίηση ή εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής», τότε είναι προφανές ότι αυτός δεν είναι πανάκεια για όλα τα κοινωνικά δεινά, αλλά είναι μάλλον -και αυτό είναι πολύ σημαντικό- μια απειλή για την ελευθερία του ατόμου.
● Ποιο άλλο πολιτικό γεγονός άλλαξε την πορεία της ζωής σας;
Στα είκοσι οκτώ μου χρόνια έγινα καθηγητής σε ένα Γυμνάσιο της Βιέννης. Στο μεταξύ είχα γράψει αρκετά, χωρίς ποτέ να τα δημοσιεύω. Παρακινούμενος από τους φίλους, έγραψα τότε δύο δοκίμια, το δεύτερο από τα οποία, όταν εκδόθηκε το 1934 με τίτλο «Λογική της έρευνας», με ώθησε, σχεδόν παρά τη θέλησή μου, στην ακαδημαϊκή ζωή.
Η Αυστρία εκείνο τον καιρό ήταν υπό μια φασιστική δικτατορία και εγώ αντιλήφθηκα ότι ο Χίτλερ θα εισέβαλλε στη χώρα. Καθώς ήμουν εβραϊκής καταγωγής, αποφάσισα να μεταναστεύσω. Το βιβλίο μου μου προσέφερε την ευκαιρία για έναν κύκλο διαλέξεων στην Αγγλία και, παραμονές των Χριστουγέννων του 1936, εκλέχθηκα λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Ζηλανδίας.
Εκεί ήμουν όταν, τον Μάρτιο του 1938, έμαθα για το «πραξικόπημα» του Χίτλερ στην Αυστρία και αποφάσισα να δημοσιεύσω δύο δοκίμιά μου επικριτικά για τον φασισμό και τον μαρξισμό: «Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της» και «Η ένδεια του ιστορικισμού». Την άνοιξη του 1945 πήγα στην Αγγλία, όπου μου είχε προσφερθεί μια θέση. Δίδαξα στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου από το 1946 ώς το 1969, με μερικές διακοπές για να τηρήσω τις υποχρεώσεις μου ως επισκέπτης καθηγητής στην Αμερική και, για σύντομες περιόδους, στην Αυστρία, την Ιαπωνία και την Αυστραλία.
● Πώς και πού, στη διάρκεια αυτών των ταξιδιών, φτάσατε σε μια νέα αντίληψη της κοινωνίας;
Πήγα για πρώτη φορά στην Αγγλία στα 1935-36. Προερχόμενος από την Αυστρία, που κυβερνιόταν από μια σχετικά ήπια δικτατορία και απειλούνταν από τους εθνικοσοσιαλιστές γείτονες, μπόρεσα επιτέλους να αναπνεύσω αέρα ελευθερίας. Ηταν σαν να άνοιξαν ξαφνικά διάπλατα τα παράθυρα. Η έκφραση «ανοιχτή κοινωνία» (την οποία, όπως θα επαλήθευα αργότερα, είχε χρησιμοποιήσει ήδη ο Μπερξόν αλλά με διαφορετικό νόημα) γεννήθηκε ακριβώς από αυτή την εμπειρία.
Ποια είναι κατά τη γνώμη μου τα κυριότερα χαρακτηριστικά μιας ανοιχτής κοινωνίας; Θα ήθελα να αναφέρω δύο. Πρώτον, ότι η ελεύθερη συζήτηση, ιδίως για την ορθότητα των αποφάσεων της κυβέρνησης, θα πρέπει να είναι εφικτή σε μια κοινωνία και θα πρέπει να μπορεί να ασκεί κάποια επίδραση στην πολιτική. Δεύτερον, ότι οι θεσμοί θα πρέπει να υπηρετούν την υπεράσπιση της ελευθερίας και την προστασία των φτωχών και των αδύναμων. Οσο για το τελευταίο, το κράτος προστατεύει τους πολίτες από τη φυσική βία μέσω των νομικών και κοινωνικών θεσμών και μπορεί να τους προστατεύει ακόμα και από τις καταχρήσεις που διαπράττονται σε βάρος τους από τις οικονομικές δυνάμεις. Αυτό ήδη συμβαίνει, αν και με ατελή τρόπο. Εμείς οφείλουμε πράγματι να δημιουργήσουμε τους κοινωνικούς θεσμούς που θα είναι σε θέση να προστατεύουν τα οικονομικά αδύναμα πρόσωπα από τα οικονομικά ανελέητα πρόσωπα. Η πολιτική εξουσία μπορεί να ελέγχει την οικονομική εξουσία. Οι μαρξιστές υποτιμούσαν το δυναμικό της πολιτικής και ιδιαίτερα το δυναμικό αυτού που εκείνοι αποκαλούν περιφρονητικά «τυπική ελευθερία».
Ιδού γιατί επιμένω στον κυρίαρχο ρόλο των πολιτικών θεσμών στις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Δεν έχει τόση σημασία το «ποιος» κυβερνά όσο ο «τρόπος» με τον οποίο θα επηρεάζεται και θα ελέγχεται η κυβέρνηση. Το παλαιό ερώτημα «ποιος πρέπει να διοικεί;», που θεωρήθηκε το κεντρικό θέμα κάθε πολιτικής θεωρίας από τον Πλάτωνα ώς τον Μαρξ, είναι παραπλανητικό. […]