Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είναι ισχυρογνώμων άνθρωπος. Ο ίδιος, άλλωστε, το συνομολογεί σε πρόσφατη συνέντευξή του στους «Financial Times». Είναι, επίσης, άνθρωπος που δεν βρίσκει τίποτε το μεμπτό ή έστω εσφαλμένο στον τρόπο που χειρίστηκε την κρίση της ευρωζώνης ως υπουργός Οικονομικών της ισχυρότερης οικονομίας της.
Απορρίπτει οποιαδήποτε κριτική ότι η επιβολή του βάναυσου δόγματος της λιτότητας προκάλεσε την άνοδο του ακροδεξιού λαϊκισμού στην Ευρώπη και, αντιθέτως, ρίχνει το φταίξιμο στη μαζική μετανάστευση. Παραδέχεται το εκ γενετής ελάττωμα της ευρωζώνης, δηλαδή τη δημιουργία ενός ενιαίου νομίσματος, χωρίς πολιτική ένωση και χωρίς μια κοινή πολιτική για την εργασία, την ανάπτυξη και την κοινωνική πρόνοια.
Ωστόσο, δείχνει σαν να σηκώνει τους ώμους, αποδεχόμενος αυτό το ολέθριο σφάλμα ως κάτι δεδομένο που τώρα πια δεν μπορεί να αλλάξει και χωρίς να αντιλαμβάνεται τι σημαίνει αυτό για τη βιωσιμότητα της οικονομικής και νομισματικής ένωσης ή ακόμα και της ίδιας της Ε.Ε.
Αν η οπτική του Σόιμπλε ήταν αποκλειστικά δική του, θα μπορούσαμε να την αγνοήσουμε, δεδομένου ότι ο ίδιος βρίσκεται πλέον σε μια άτυπη τιμητική αποστρατεία, μακριά από το ευρωπαϊκό παίγνιο. Δεν είναι, όμως. Κι αυτό έρχεται να μας το αποδείξει ο ματαιόδοξος Ευρωπαίος «μεταρρυθμιστής» Εμανουέλ Μακρόν.
Στην πρόσφατη ανοιχτή επιστολή του στους «πολίτες της Ευρώπης» ο Γάλλος πρόεδρος προτείνει πολλά και μεγαλεπήβολα για το μέλλον της Ευρώπης. Είναι, όμως, χαρακτηριστικό ότι για τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης, αυτήν τη φορά δεν έχει να πει τίποτα – σε αντίθεση με το παρελθόν. Η πρότασή του έναντι της αναδυόμενης κινεζικής υπερδύναμης είναι ένας νέου τύπου και αμφίβολης αποτελεσματικότητας ευρωπαϊκός προστατευτισμός. Η αλήθεια είναι ότι στα ηγετικά κλιμάκια της Ε.Ε. η αναθεώρηση του πλαισίου για τη διακυβέρνηση της ευρωζώνης έχει μπει σε δεύτερη μοίρα. Η σιωπηρή συναίνεση είναι ότι η κρίση έληξε και ότι η ευρωζώνη είναι θεσμικά θωρακισμένη. Ισχύει, όμως, αυτό ή απλά πρόκειται για ακόμα μια επίδειξη άκριτης εθελοτυφλίας;
Στην πραγματικότητα, η ευρωζώνη παραμένει ο ελέφαντας στο δωμάτιο, για τον οποίο κανείς στους ευρωπαϊκούς διαδρόμους της εξουσίας δεν έχει ιδιαίτερη διάθεση να μιλήσει. Μια καταιγίδα που περιμένει να ξεσπάσει εκ νέου, ίσως με καταλύτη την επόμενη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση που πολλοί οικονομολόγοι προβλέπουν. Κανένα από τα δομικά της ελαττώματα δεν έχει διορθωθεί με τρόπο ολοκληρωμένο και συνεκτικό. Αντίθετα, αυτό που συνέβη ήταν η αποσπασματική δημιουργία ενός παράλληλου μηχανισμού άσκησης εξουσίας αμιγώς τεχνοκρατικού, ο οποίος δημιουργήθηκε ad hoc και στη συνέχεια κανονικοποιήθηκε, εξελισσόμενος στην εδραιωμένη μέθοδο οικονομικής διακυβέρνησης.
Ο μηχανισμός αυτός βρίσκεται εκτός πολιτικού ελέγχου και λογοδοσίας ενώπιον οποιουδήποτε δημοκρατικά νομιμοποιημένου οργάνου, είτε του Ευρωκοινοβουλίου είτε των εθνικών Κοινοβουλίων, αλλά και εκτός δικαστικού ελέγχου από το Δικαστήριο της Ε.Ε. Υπόκειται ουσιαστικά μόνο σε μια διακυβερνητική διαπραγμάτευση, η οποία κατά κανόνα διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών και εντός άτυπων μεν, σύμφωνα με τις Συνθήκες, αλλά πρακτικά πανίσχυρων υπουργικών σχηματισμών, όπως το Eurogroup. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν συνέβη σκοπίμως, αλλά γεγονός είναι ότι αυτό το σχήμα που συνδυάζει την τεχνοκρατία με τον διακυβερνητισμό δημιουργεί ένα αδιαπέραστο στεγανό γύρω από τη θεσμική συγκρότηση της ευρωζώνης.
Ομως, μια οικονομική και νομισματική ένωση ατελής, αποκομμένη από την πραγματική οικονομία, εκτός επαφής με τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και ευαίσθητη μόνον στις ανάγκες του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου δεν είναι μόνο εξαιρετικά προβληματική από την άποψη της δημοκρατικής νομιμοποίησης. Είναι, επίσης, τυφλή και κωφή στις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις και, συνεπώς, επιρρεπής στην αβεβαιότητα και την αστάθεια.
Εάν δεν είναι σε θέση να εντοπίζει και να αναλύει εγκαίρως τις αστοχίες και τις αδυναμίες της, αγνοώντας ή παρερμηνεύοντας το input από όλους τους οικονομικούς δείκτες, τότε δεν μπορεί να προβεί και στις απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις. Οι οποίες, ούτως ή άλλως, είναι εξαιρετικά δύσκολες σε ένα περιβάλλον ιδεολογικής ακαμψίας που κυριαρχείται από τον νεοφιλελευθερισμό και τη λιτότητα. Το αποτέλεσμα είναι ότι το σύστημα εγκλωβίζεται σε έναν ανατροφοδοτούμενο βρόχο εσωστρέφειας που διαιωνίζει ανορθολογικές οικονομικές πολιτικές.
Πράγματι, η ευρωζώνη έχει αποδείξει ότι αντιδρά στα εξωτερικά ερεθίσματα με εξαιρετική βραδύτητα και, όταν επιτέλους αντιδρά, συνήθως είναι too little too late. Σε μια εποχή ραγδαίας αναδιάταξης της παγκόσμιας οικονομικής ισχύος, αυτό θα έχει πολύ σοβαρές επιπτώσεις για τη σταθερότητα της ευρωζώνης ή ακόμα και για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά της.
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένας ριζικός ανασχεδιασμός της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ένωσης που θα την απαλλάσσει από την εμμονή με τη δημοσιονομική πειθαρχία, θα ενσωματώνει ευελιξία και μηχανισμούς εξισορρόπησης των ανισοτήτων μεταξύ των κρατών-μελών και θα συνδυάζει τη μακροοικονομική πολιτική με ένα σχέδιο βιομηχανικής ανάπτυξης και μια στρατηγική για τη διεθνή θέση του ευρώ. Πολύ δύσκολα, όμως, μπορεί κανείς να είναι αισιόδοξος ότι οι σημερινές ευρωπαϊκές ηγεσίες είναι ικανές –ακόμα κι αν το θελήσουν– να υλοποιήσουν κάτι τέτοιο.
* δικηγόρος, διδάκτορος Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κάτοχος LLM από το London School of Economics