Όταν τον Ιανουάριο του 2018 ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, εξέφρασε την προτίμησή του για μετανάστες από «εύπορα μέρη», όπως η Νορβηγία, σε αντίθεση με τις «βρόμικες χώρες» – κατά τη γνωστή «αβρή» ρητορική του – προκάλεσε παγκόσμια αγανάκτηση, με φωτογραφίες από όμορφα αφρικανικά ηλιοβασιλέματα και άγρια φύση να γεμίζουν τα κοινωνικά δίκτυα. Μια Νορβηγίδα, μάλιστα, «τουίταρε» με αποδέκτη τον Τραμπ: «Δεν ερχόμαστε. Χαιρετίσματα από τη Νορβηγία».

Ωστόσο, η αναφορά του Τραμπ δεν είχε καμία γραφικότητα, έστω και για τα δικά του μέτρα. Ξεχείλιζε ρατσισμό και θύμισε, αν δεν αποτελούσε συνέχεια, το ναζιστικό ιδεολόγημα της Άρειας «ανωτερότητας», το οποίο βασιζόταν ακριβώς στο «αξίωμα» της «ανωτερότητας» της σκανδιναβικής φυλής.

Η ναζιστική διαστρέβλωση

Πάνω σε αυτό το ιδεολόγημα και το «αξίωμά» του στηρίχθηκε η ναζιστική οργάνωση και το πρόγραμμα«Lebensborn» («Πηγή ζωής») που έστησε ο επικεφαλής των SS, Χάινριχ Χίμλερ, για να εξασφαλίσει τη «φυλετική καθαρότητα» του Τρίτου Ράιχ.

Το «Lebensborn» ιδρύθηκε το 1935 στο πλαίσιο της ναζιστικής γενικής διεύθυνσης «Φυλής και Οικισμών» για τη δημιουργία νέων «φυλετικά καθαρών» μητέρων και τη διαπαιδαγώγηση «άρειων» μωρών, καταρχήν των παιδιών των SS.

Το πρόγραμμα ήταν ιδιαίτερα δραστήριο στη Νορβηγία, όπου περίπου 12.000 παιδιά γεννήθηκαν από Νορβηγίδες μητέρες και Γερμανούς πατέρες. Οι ρίζες αυτής της ιδεολογίας βρίσκονταν στις ναζιστικές αντιλήψεις για το παρελθόν της Σκανδιναβίας. Όταν η Νορβηγία και η Δανία καταλήφθηκαν από τους ναζί, εμφανίστηκαν αφίσες των SS, που απεικόνιζαν πολεμιστές Βίκινγκ πάνω στα γνωστά πλοία τους με το κεφάλι δράκου στην πλώρη. Ο Τόλκιν, ο δημιουργός του λογοτεχνικού σύμπαντος του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», οργισμένος με αυτήν την στρέβλωση, έγραψε στον γιο του ότι ο Χίτλερ, «αυτός ο βλάκας», κατέστρεψε και διαστρέβλωσε πλήρως, «αυτό το ευγενές πνεύμα του Βορρά, την ύψιστη συμβολή στην Ευρώπη, που αγάπησα κάποτε πάρα πολύ και προσπάθησα να το παρουσιάσω μέσα στο αληθινό του φως».

Ωστόσο, οι σκιές του παρελθόντος επιμένουν. Η σύγχρονη ανάπτυξη του Οντινισμού και του Ασατρού (Ásatrú) – η σύγχρονη λατρεία των νορβηγικών ειδωλολατρικών θεών όπως οι Οντίν, Θορκαι Φρέγια – καλύπτεται από μια ιδεολογική υποκουλτούρα που δίνει έμφαση στη φυλετική «κληρονομιά» και τον εθνοτικό διαχωρισμό.

Φυσικά, ως είθισται με τους ναζί και κάθε είδους φασίστα και ρατσιστή, η ιστορική πραγματικότητα είναι αμείλικτη ενάντια στις νοσηρές και απάνθρωπες «θεωρίες» τους. Διότι τέτοιες ιδέες φυλετικής και πολιτιστικής «αγνότητας» θα ήταν ξένες στους κατοίκους του μεσαιωνικού σκανδιναβικού κόσμου.

«Ξανθοί άνδρες σε πλοία»

Ένα ανθεκτικότατο στερεότυπο που «χτίστηκε» από τα «χρονικά» ιερέων του Μεσαίωνα και επιβίωσε μέχρι σήμερα με τη λογοτεχνία, τα κινούμενα σχέδια και τις ταινίες, «θέλει» τους Βίκινγκ ως τους «ξανθούς» άνδρες με τις μεγάλες γενειάδες και τα σπαθιά, να διασχίζουν τις γκρίζες θάλασσες κάτω από τον σκοτεινό ουρανό του Βορρά.

Σύμφωνα με το History Today υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτό το αφήγημα. Το «βίκινγκ» σημαίνει απλώς «επιδρομέας» και από τα τέλη του 8ου αιώνα, οι Βρετανικές και βορειοευρωπαϊκές ακτές δέχονταν επιθέσεις από τους θαλασσοπόρους Σκανδιναβούς. Αλλά, όπως συμβαίνει συχνά, η αλήθεια είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα από τη μυθοπλασία. Κατά τη διάρκεια των αιώνων, άνδρες και γυναίκες  ξεκινούσαν από την Νορβηγία για μακρινές χώρες. Μέσα από το εμπόριο, τις επιδρομές, τις συγκρούσεις, την αποικιοποίηση, τα ταξίδια τους οδήγησαν δυτικά στη Γροιλανδία και στην άκρη της Βόρειας Αμερικής, βόρεια πέρα ​​από τον Αρκτικό Κύκλο, ανατολικά κάτω από τους ρωσικούς θαλάσιους δρόμους και νότια προς τη Μεσόγειο και τους Αγίους Τόπους.

Ως χρονολογία της «αυγής» της «εποχής» των Βίκινγκ θεωρείται η επίθεση στο μοναστήρι του βρετανικού νησιού Lindisfarne το 793. Ωστόσο έχουν καταγραφεί πειρατικές επιθέσεις στις παρυφές του βασιλείου του Καρλομάγνου από το 800 μ.Χ., πιθανώς από Δανούς. Οι επιθέσεις εξαπλώθηκαν στην καρδιά της δυτικής Ευρώπης, με τους επιδρομείς να χρησιμοποιούν τα μεγάλα ποτάμια για να φτάσουν μέχρι εκεί, όπως τον Σηκουάνα, τον Λίγηρα, τον Έλβα και τον Ρήνο. Στην πρώτη πολιορκία του Παρισιού το 845, 120 πλοία έπλεαν στον Σηκουάνα. Τα χρονικά αναφέρουν ότι οι Βίκινγκς νίκησαν το στρατό του βασιλιά και κρεμάσαν 111 από τους άντρες του ως θυσίες στον Οντίν, πριν καταλάβουν την πόλη.

Οι κεντροευρωπαίοι ηγεμόνες προσπάθησαν να απαντήσουν με διαφορετικές τακτικές: Να εξαγοράσουν τους Βίκινγκς, να τους προσηλυτίσουν στον χριστιανισμό, να συμμαχήσουν με τους ηγέτες τους, να στρέψουν τον έναν εναντίον του άλλου, ακόμη και να τους αγνοήσουν με την ελπίδα ότι… θα προσπεράσουν. Τελικά, το 911, ένας Νορβηγός επιδρομέας που ονομαζόταν Ρόλοδέχθηκε να του παραχωρηθούν εκτάσεις στα βορειοδυτικά της Γαλλίας, σε αντάλλαγμα να ασπαστεί τον χριστιανισμό και να ορκιστεί πίστη στον Κάρολο τον Γ΄. Λέγεται, ότι παρά το ότι έγινε χριστιανός, ο Ρόλο, ενώ ήταν ετοιμοθάνατος, θυσίασε τους δούλους στους θεούς Οντίν και Θορ… για κάθε ενδεχόμενο.

Οι νεοφερμένοι «Βόρειοι άνδρες», γνωστοί ως Nordmanni («Northmen») αφομοιώνονται, παντρεύονται ντόπιες γυναίκες και αρχίζουν να μιλάνε την τοπική γλώσσα. Παρά το γεγονός ότι οι Νορβηγοί ήταν μειονότητα, η περιοχή έγινε γνωστή ως Normannia («Γη των Βόρειων ανδρών»), ή όπως την γνωρίζουμε σήμερα, Νορμανδία. Αλλά τα στοιχεία για τις νορβηγικές πολιτιστικές ρίζες των Νορμανδών είναι σχετικά περιορισμένα. Τα νορβηγικά τοπωνύμια τείνουν να συγκεντρώνονται γύρω από την ακτή, όπου οι Σκανδιναβοί ήταν πιο συγκεντρωμένοι. Όπως και να έχει, από τις αρχές του 11ου αιώνα, θα ήταν ασυνήθιστο να ακουστεί κάποιος κάτοικος της περιοχής να μιλάει νορβηγικά.

Πολιτισμική ευελιξία

Μέχρι τη στιγμή που ο Γουλιέλμος ο Κατακτητής διέσχισε τη Μάγχη για να υποτάξει την αγγλοσαξονική Βρετανία το 1066, οι Νορμανδοί ήταν «Βόρειοι Άνθρωποι» μόνο στο όνομα.

Μάλιστα, η πολιτισμική αφομοίωση των Σκανδιναβών ήταν τόσο έντονη, που στα γεγονότα του 1066 και οι τρεις κύριοι «παίκτες» ήταν σκανδιναβικής καταγωγής. Ο Χάρολντ Γκοντγουίνσον, ο τελευταίος Αγγλοσάξωνας βασιλιά της Αγγλίας ήταν σκανδιναβικής καταγωγής, ενώ ο ίδιος ο Γουλιέλμος ο Κατακτητής ήταν απόγονος του Ρόλο.

Όταν επρόκειτο για χρυσό και άλλα πολύτιμα δώρα, οι Νορβηγοί δεν είχαν ιδεολογικά ζητήματα ή θέματα πίστης να τους εμποδίζουν, επιδεικνύοντας αξιοσημείωτο πραγματισμό σε σχέση με την κουλτούρα τους και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους. Οι παγανιστές Νορβηγοί έμποροι δεν είχαν κανένα πρόβλημα ακόμη και να προχωρήσουν σε μια βάπτιση – «εξπρές», αν έτσι μπορούσε να προχωρήσει η δουλειά με τους χριστιανούς εμπόρους.

Ένας χρονικογράφος του 880 γράφει πως οι Δανοί κατέφθαναν ανά μεγάλες ομάδες στην αυλή του Λουδοβίκου, γιου του Καρλομάγνου, για να βαπτιστούν χριστιανοί, όχι λόγω της ευσέβειάς τους αλλά λόγω των δώρων που συνόδευαν την τελετή: Ακριβά ρούχα και όπλα.

Ακόμα και στις περιπτώσεις όμως που η επαφή των Βίκινγκς με άλλους λαούς ήταν περισσότερο αιματηρή – όπως με τους Ινουίτ – η ιστορική πραγματικότητα ακυρώνει το ναζιστικό αφήγημα, αλλά και την χολιγουντιανή εκδοχή. Οι Βίκινγκς ήταν βίαιοι, σκληροί πολεμιστές, αλλά όχι περισσότερο από άλλους λαούς της εποχής, αλλά, ταυτόχρονα και «μάστορες» της πολιτιστικής προσαρμογής και της πολιτικής.

Οι «φυλετικά καθαροί» Βίκινγκ του στερεοτύπου ήταν, στην πραγματικότητα, πολιτιστικοί χαμαιλέοντες που υιοθετούσαν τοπικές συνήθειες, γλώσσες και θρησκείες, σε μια διαρκή προσπάθεια να επιβιώσουν.