Από τον 4ο μ.Χ. αι. ήδη, οι λεγόμενοι Καππαδόκες πατέρες –οι στοχαστές του χριστιανισμού της Ανατολής- ασχολήθηκαν με τον προβληματισμό της διάκρισης θείας ουσίας και ενεργημάτων, θεωρώντας πως Θεός δεν είναι η φιλοσοφική Ενάς που μένει ξένη προς τον κόσμο αλλά φανερώνεται σ’ αυτόν, όχι βεβαίως δια της απρόσιτης ουσίας αλλά δια των άκτιστων ενεργειών. Η διαδικασία για τη γνώση της θείας αλήθειας δεν είναι όμως νοητική – ορθολογική: ο άνθρωπος «καθορά τα θεία κάλλη» εφόσον ο νους του δημιουργήθηκε «λίαν καλώς» ώστε να φωτιστεί και εφόσον, πρωτίστως, το επιθυμεί. Έτσι, ο Βασίλειος Καισαρείας, ο επονομαζόμενος και Μέγας, αντικαθιστά τον όρο νου με τον όρο καρδία.
Η θεοπτική κατάσταση των ανθρώπου, η εμπειρία των θείων ενεργειών, η αναγνώριση της αποκαλυπτικής δράσης του θεού, δεδομένου του ότι η φύση του είναι «αόριστος και απερίληπτος», προϋποθέτει και τη θεία χάρη, τη φώτιση. Αν δεν την έχεις, η μέθεξη με τα θεία, η θέωση, μοιάζει μάλλον χαμένη υπόθεση που επαφίεται στη μεγαθυμία του πανάχραντου. Οπότε αδυνατείς να δεις και τα ενεργήματα ή να κατανοήσεις τη σημασία τους.
Αλλά σε κάθε περίπτωση, «το καθαρόν και άυλον του νυμφίου κάλλος», το κατερχόμενο στην ανθρώπινη φύση, είναι μια άκτιστη πραγματικότητα, κάτι σαν τις ακτίνες του ήλιου, που δεν τις βλέπουμε μεν, μας ζεσταίνουν δε. Από τον Γρηγόριο Νύσσης (4ος αι.), όταν ξεκίνησε η προβληματική, ως τον Γρηγόριο τον Παλάμα (14ος αι.)ο οποίος και, περίπου, ολοκλήρωσε τη σχετική δογματική, στην ιστορία της διάνοιας των ορθόδοξων χριστιανών κατέστη σαφές πως όχι μοναχά η ουσία αλλά και η ενέργεια του τρισυπόστατου θεού είναι άκτιστες. Και τούτο αποτελεί τη βασική διαφορά με τη δυτική σκέψη: ενώ η ορθόδοξη παράδοση θέλει το θεό να επικοινωνεί δια της άκτιστης ενέργειάς του με την κτίση και τον άνθρωπο, οι παπικοί , ξεκινώντας από το actus purus του Ακινάτη, θεωρούν ότι άκτιστη ουσία και καθαρή ενέργεια του Θεού ταυτίζονται, ο δε άνθρωπος βλέπει την κτιστή ενέργεια του θεού. Αλλά στη θεολογία της Ανατολής δεν υπάρχουν κτιστές ενέργειες, αφού δια κτισμάτων δεν δύναται να σωθεί ο άνθρωπος. Επιπλέον, και αυτό είναι το βασικότερο, ο ίδιος ο Υιός (βλέπε κακοδοξία Ευνομίου) ως έργο της ενεργείας του Πατρός, γίνεται κτίσμα, αφού γεννάται από κτιστή ενέργεια. Το αυτό και με το Άγιο Πνεύμα μιας και τούτο αποτελεί έργο της ενεργείας του Υιού. Η δε θεία χάρη, ως κτιστή ενέργεια, καταργεί την ίδια τη σωτηρία του ανθρώπου.
Οι δογματικές – φιλοσοφικές – πολιτικές διαφορές των χριστιανών αποτελούν μια άκρως ενδιαφέρουσα υπόθεση στην ιστορία του πνεύματος –για όσους βέβαια δεν ακολουθούν το γράμμα του ενός ή του άλλου νόμου. Ενδιαφέρον έχει επίσης πώς και για ποιους λόγους έγιναν, και ακόμα υφίστανται, οι διαχωρισμοί μεταξύ κακόδοξων και μη κακόδοξων.
Η υπόθεση με την περιβόητη αφή του «Αγίου Φωτός» είναι ενδεικτική: ενώ οι ορθόδοξοι, βάσει της θεολογίας τους, θα έπρεπε να το αρνούνται –κτιστή ενέργεια σε τακτό χρόνο, άρα κακοδοξία- εντούτοις το συντηρούν και το πληρώνουν. Οι πάσης φύσεως αιτίες, λίγο πολύ, γνωστές.