Τα μεγάλα κόμματα, τα κόμματα εξουσίας, είναι περισσότερο μαζικοί χώροι, παρά συμπαγείς και κλειστές συλλογικότητες. Το ιδεολογικό πλαίσιο εντός του οποίου κινούνται πρέπει να είναι αρκετά ευρύχωρο για να καλύπτει πολύ κόσμο, η πολιτική γραμμή τους πρέπει να είναι αρκετά ελαστική ώστε να ικανοποιεί τις επιθυμίες μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού και οι κανόνες που καθορίζουν τη δημόσια συμπεριφορά των στελεχών τους πρέπει να έχουν αρκετές εξαιρέσεις.
Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι κόμματα «μπάτε σκύλοι, αλέστε», δεν μπορεί όμως να είναι και κόμματα που λειτουργούν με πειθαρχία στρατοπέδου σε περίοδο πολέμου. Για να εξασφαλίσεις την πολυσυλλεκτικότητα θα κάνεις εκπτώσεις. Η ισορροπία είναι το ζητούμενο.
Δηλαδή, να μην μπατάρεις ούτε προς την πλευρά της ιδεολογικής καθαρότητας και της πολιτικής ομοιομορφίας, αποκλείοντας ό,τι δεν ταιριάζει στον μέσο όρο και τιμωρώντας ό,τι ξεφεύγει από την αυστηρή κανονικότητα, ούτε όμως να επιτρέψεις να δημιουργηθεί μια κατάσταση χυλού όπου όλοι, ανεξαρτήτως προσόντων, δεξιοτήτων και απόψεων, να διεκδικούν πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημόσια σκηνή.
Η διαχείριση των προσώπων που έχουν εκρηκτικό χαρακτήρα και συγκρουσιακή νοοτροπία είναι μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση για τις ηγεσίες. Πάντα ήταν. Στο παρελθόν, όταν η επικοινωνία με το πλήθος γινόταν μόνο μέσω των εντύπων, η κατάσταση ήταν υπό έλεγχο. Οι «παραβάτες» ανακαλούνταν στην τάξη με συστάσεις ή απειλές και η κρίση δεν έπαιρνε διαστάσεις. Οταν μπήκε στο παιχνίδι η ιδιωτική τηλεόραση τα πράγματα άλλαξαν.
Τα κανάλια προκειμένου να εξασφαλίσουν υψηλή τηλεθέαση έδωσαν μόνιμο στασίδι στους καβγατζήδες και αυτοί με τη σειρά τους άρπαξαν τις ευκαιρίες που τους δόθηκαν. Το τηλεοπτικό κοινό επιβράβευε τη συγκεκριμένη πρακτική των δικτύων, οι ψηφοφόροι έστελναν στη Βουλή τους φωνακλάδες με εντυπωσιακά ποσοστά και οι ηγεσίες τούς αξιοποιούσαν προσφέροντάς τους υπουργικές καρέκλες, δημαρχίες, νομαρχίες και περιφέρειες.
Στις μέρες μας πάντως έχουμε το απόλυτο ξεσάλωμα. Οι πολιτικοί διά του διαδικτύου έχουν πρόσβαση στο «μεγάλο καφενείο», παρεμβαίνουν σε πρώτο χρόνο και συνήθως εν θερμώ. Ακόμη κι αν μετανιώσουν για κάποια ενέργειά τους και «κατεβάσουν» την επίμαχη ανάρτηση, το ίχνος της δεν εξαφανίζεται, οι αντίπαλοι το αποθηκεύουν (λειτουργούν ειδικά κομματικά γραφεία ερευνών) με σκοπό να το χρησιμοποιήσουν στο μέλλον για να τους πλήξουν και να δημιουργήσουν πρόβλημα στην ηγεσία του κόμματος στο οποίο ανήκουν οι δράστες.
Το «είπα, ξείπα και αμαρτίαν ουκ έχω» δεν ισχύει. Ωστόσο, υπάρχει και μια σοβαρή δικαιολογία. Από τη στιγμή που οι μηχανισμοί διαλόγου στο εσωτερικό των κομμάτων, που θα μπορούσαν να εκτονώσουν τις εντάσεις και να συνθέσουν τις αντιλήψεις, είναι σε ύπνωση, η δημόσια συζήτηση αναγκαστικά διεξάγεται από το facebook και το twitter.
Κατά κανόνα τέτοιου τύπου στελέχη έχουν υπολογίσιμο ακροατήριο, είναι δημοφιλή κυρίως στις τάξεις των μελών και των οπαδών που καθοδηγούνται από τη λογική ότι οι απέναντι δεν είναι απλώς αντίπαλοι, είναι εχθροί και πρέπει να ηττηθούν κατά κράτος, να ταπεινωθούν, να εξευτελιστούν, να εξουδετερωθούν και -γιατί όχι- να εξαφανιστούν από τη σκηνή. Οταν κυριαρχεί η πόλωση, είναι σαν τα ψάρια στο νερό. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα ενθαρρύνονται από τις ηγεσίες να χρησιμοποιούν μετωπική ρητορική και να εμφανίζονται ως «μπροστινοί» ή ως θεματοφύλακες της κομματικής νομιμότητας.
Είναι και ασπίδα και δόρυ. Ασπίδα για να αποκρούουν τις επιθέσεις εναντίον των αρχηγών, δόρυ για να δίνουν τα βρόμικα χτυπήματα στους εχθρούς για λογαριασμό των αρχηγών, χωρίς να εκτίθενται οι αρχηγοί. Κάνουν όμως ζημιά όταν οι ηγεσίες αποφασίσουν να προωθήσουν πολιτικές που έχουν στόχο να δελεάσουν τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους ή όταν επιχειρήσουν να επιβάλουν συγκεκριμένη ατζέντα με θέματα που τις ευνοούν. Τότε οι ατίθασοι μετατρέπονται σε βαρίδια.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι ηγεσίες καλούνται να αναμετρηθούν με το δύσκολο πρόβλημα: Θυσιάζουν τους σαματατζήδες γιατί η ακατάσχετη φλυαρία τους επί παντός του επιστητού προκαλεί βλάβες στην παράταξη και υπονομεύει την τακτική ανοιγμάτων προς γειτονικούς χώρους; Κι αν θυμώσουν οι οπαδοί τους και αντιδράσουν με δυναμικό τρόπο; Τους ανέχονται και τους καλύπτουν γιατί είναι χρήσιμοι και κάνουν αυτό που δεν μπορούν να κάνουν εκείνες;
Κι αν ενοχληθούν και λακίσουν όσοι ζητούν συναινετικές λύσεις και αντιμετωπίζουν την πολιτική και με αισθητικά κριτήρια; Τους βάζουν χαλινάρι και απαιτούν να αλλάξουν συμπεριφορά; Μπορεί να γίνει αυτό με ανθρώπους που ούτε θέλουν ούτε ξέρουν να συμπεριφέρονται αλλιώς; «Αναίμακτες» επιλογές δεν υπάρχουν.