«Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πολιτικοί κρατούμενοι». Αυτό έχουν πει οι προηγούμενες κυβερνήσεις, αυτό λέει και η σημερινή. Το σκεπτικό είναι σαφές. Στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες δεν απαγορεύεται η έκφραση γνώμης. Ολοι δικαιούνται να έχουν άποψη, να την καταθέτουν δημοσίως και να διεκδικούν να γίνει πλειοψηφική. Ολοι δικαιούνται να συγκροτούν κόμματα και οργανώσεις, να απεργούν, να διαδηλώνουν ζητώντας από την εκλεγμένη κυβέρνηση να ικανοποιήσει τα αιτήματά τους.
Μπορούν ακόμη να αμφισβητούν το σύστημα και να αγωνίζονται για την ανατροπή του, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι θα σέβονται το Σύνταγμα και θα τηρούν τους νόμους. Και συνιστά παραβίαση του νόμου η χρήση βίαιων μέσων για την επίτευξη πολιτικών στόχων. Αυτό είναι το πλαίσιο σε γενικές γραμμές. Στη χώρα μας έγινε μεγάλη συζήτηση την περίοδο που ξεκίναγε η δίκη της «17 Νοέμβρη». Το επίμαχο θέμα ήταν το εξής: τα αδικήματα που διέπραξαν τα μέλη της οργάνωσης πρέπει να ενταχθούν στην κατηγορία των πολιτικών εγκλημάτων ή στην κατηγορία των κλασικών ποινικών εγκλημάτων: Νομικοί και πολιτικοί υποστήριξαν ότι η «17 Νοέμβρη» διέπραξε πολιτικά εγκλήματα, ωστόσο η απόφαση του δικαστηρίου ήταν στην αντίθετη κατεύθυνση.
Σύμφωνα με την κυρίαρχη λογική η «17 Νοέμβρη» ήταν μια συμμορία πλιατσικολόγων. Τα μέλη της λήστευαν τράπεζες, σκότωναν ανθρώπους και τοποθετούσαν βόμβες όχι γιατί πίστευαν πως μόνον έτσι αλλάζουν οι κοινωνίες αλλά για προσωπικό πλουτισμό. Η εικόνα πάντως που βγήκε από τη δίκη ήταν τελείως διαφορετική: πολιτικές ήταν οι απολογίες των κατηγορουμένων, πολιτικές ήταν οι αγορεύσεις των δικηγόρων (και της υπεράσπισης και της πολιτικής αγωγής), πολιτικές ήταν οι ερωτήσεις που δέχονταν και οι μάρτυρες υπεράσπισης και οι μάρτυρες κατηγορίας, πολιτικές ήταν οι ερωτήσεις της έδρας στους κατηγορουμένους, πολιτική ήταν η αγόρευση των εισαγγελέων, πολιτική ήταν και η αντιπαράθεση μεταξύ των κομμάτων για την ουσία της υπόθεσης, τις αιτίες που γέννησαν το φαινόμενο και τις ευθύνες των κυβερνήσεων για τη μακροημέρευσή του.
Πολιτικό είναι επίσης και το σκεπτικό του εισαγγελέα που απέρριψε την αίτηση του Κουφοντίνα για χορήγηση άδειας. Επικαλέστηκε τη φράση του «να ξαναπιάσουμε το κόκκινο νήμα των αγώνων μέσα κι έξω από τη φυλακή», που είχε χρησιμοποιήσει στη δήλωση γνωστοποίησης της προηγούμενης απεργίας πείνας (Μάιος – Ιούνιος 2018). Κατά την κρίση λοιπόν του εισαγγελέα, που είναι σε πλήρη αρμονία με την εκτίμηση κομμάτων και μέσων ενημέρωσης, ο Κουφοντίνας είναι αμετανόητος. Αρνείται να αποκηρύξει τις ιδέες του, αρνείται να ζητήσει συγγνώμη από τους συγγενείς των θυμάτων και αρνείται να υπογράψει δήλωση μετανοίας. Αρα είναι επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια και δεν πρέπει να πάρει άδεια.
Προφανώς είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι ο νόμος δεν βάζει τέτοιες προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας, προφανώς είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι ο Κουφοντίνας έχει πάρει έξι φορές άδεια χωρίς να παραβιάσει κανέναν από τους όρους. Η αντίφαση κραυγάζει: το κράτος, η Δικαιοσύνη, το πολιτικό σύστημα και τα μέσα ενημέρωσης δεν θεωρούν τον Κουφοντίνα πολιτικό κρατούμενο, ωστόσο απαιτούν απ’ αυτόν να συμπεριφερθεί με πολιτικό τρόπο, δηλαδή σαν να είναι πολιτικός κρατούμενος.
Ανάγωγα
Σύμφωνα με τον Αδ. Γεωργιάδη, με την υπουργοποίηση Θεοχαρόπουλου «αποδείχθηκε ότι ο Τσίπρας εξαγόρασε βουλευτές για να πουλήσει τη Μακεδονία». Αυτός ο φανατικός οπαδός του ορθού λόγου σε ρόλο βιαστή της λογικής. Ο Θεοχαρόπουλος δεν άλλαξε θέση για το Μακεδονικό, άλλοι άλλαξαν. Ας ψάξει στο κόμμα του ο κ. Γεωργιάδης. Ψηλά, πολύ ψηλά, στην κορυφή.