Η μέρα ξημέρωσε ζεστή και κίτρινη. Η σκόνη σκέπαζε σιωπηλά όλο το Λεκανοπέδιο και ανέβαινε ώς τον ουρανό σκιάζοντας τον ανοιξιάτικο ήλιο του Μάη. Ο ταχυδρόμος παρέλαβε τα γράμματα από την υπηρεσία του, έβαλε χιαστί τη δερμάτινη καφέ τσάντα, πήρε τον καφέ του σε πλαστικό και ξεκίνησε για να κάνει τη δουλειά του. Να μοιράσει γράμματα.
Περπατά και σκέφτεται πως τα τελευταία χρόνια δεν βρίσκει τους παραλήπτες όταν χτυπά τα κουδούνια. Με δυσκολία τού ανοίγουν τις εισόδους των πολυκατοικιών. Γράμμα πια σημαίνει λογαριασμός. Ποιος άλλωστε να μπει στον κόπο να στείλει επιστολή; Αντε, το πολύ πολύ να στέλνουν κανένα προσκλητήριο γάμου.
Αναρωτιέται αν πολύ σύντομα θα πάει μια μέρα στην υπηρεσία του και θα του πουν πως πρέπει να μετατεθεί σε κάποιο γραφείο, για τον απλούστατο λόγω πως «κανείς δεν χρειάζεται πια τους ταχυδρόμους». Προχθές μπήκε σε μια πολυκατοικία και ένας ένοικος τον ρώτησε αν είναι δικαστικός επιμελητής. Να τι είχε συμβεί στην πόλη του τα χρόνια της μεγάλης κρίσης: ένας πόλεμος που άφησε πίσω του πληγές και οι ταχυδρόμοι από την εποχή των τραγικών ποιητών μέχρι τώρα έχουν τον ρόλο τους στις υποθέσεις των ανθρώπων.
Κάποιοι συνάδελφοι του εκμυστηρεύτηκαν πως προκειμένου να συναντούν κακοδιάθετους παραλήπτες προτιμούν να πετούν τους φακέλους κάτω από την πόρτα. Τους καταλαβαίνει, μπήκε κι αυτός πολλές φορές στον πειρασμό. Αλλά δεν το έκανε. Θυμόταν πως όταν διορίστηκε τη μεγαλύτερη χαρά την είχε κάνει ο πατέρας του που ήταν παιδί της Κατοχής.
Γι’ αυτόν οι ταχυδρόμοι έχαιραν μεγάλου σεβασμού. Τον έπαιρνε τηλέφωνο στο σπίτι κάθε πρωί και του τραγουδούσε Μοσχολιού: «Πού νά ’βρω ταχυδρόμο να σου στείλω, θα ‘ρθει χειμώνας και βροχή, δεν έχω στη ζωή κανένα φίλο, κι εσύ μ’ αφήνεις μοναχή…». Θυμήθηκε και εκείνο το ραβασάκι που είχε πρωτολάβει από τη σημερινή σύζυγό του, έγραφε ένα ποίημα: «Ταχυδρόμε ανάθεμά σε, μόνο εμένα δεν θυμάσαι. Πιάνει ο κόσμος περιστέρια, κι εγώ μένω μ’ άδεια χέρια…». Χαμογέλασε.
Πού τέτοιες χαρές τώρα! Κάποτε πήγαιναν τις συντάξεις, τους φτιάχνανε και καφέ οι συνταξιούχοι. Σήμερα έχει μετρήσει ήδη καμιά δεκαριά κλειστές πόρτες. Η κίτρινη σκόνη έκανε την ατμόσφαιρα αποπνικτική, μπήκε σε ένα καφενείο, ζήτησε ένα νερό. «Βρε, καλώς τον ταχυδρόμο, μου έφερες καμιά καλή είδηση;», είπε ένας κύριος πίσω από τον πάγκο χαμογελώντας. «Μπα, περαστικός είμαι…». «Ε, καλά δεν πειράζει κάτσε να πιεις έναν καφέ. Ξέρεις τι λένε στο χωριό μου; Αμα θες καλές ειδήσεις, καλόπιασε τον ταχυδρόμο!».
Μεγάλη χαρά πήρε απ’ αυτόν τον καφέ. Βγήκε από το καφενείο με φτερά στα πόδια. Σαν κι εκείνον τον παλιό συνάδελφό του τον Ερμή, τον άτρωτο αγγελιοφόρο. Ετοιμος να πετάξει πάνω από στεριές και θάλασσες να αναγγέλλει ειδήσεις και περιστατικά.