1. Ο κόσμος του 21ου αιώνα
Ο κόσμος έχει αλλάξει και, δυστυχώς, όχι προς το καλύτερο. Η αισιόδοξη πεποίθηση πως κάθε γενιά θα ζει καλύτερα από την προηγούμενη, βασισμένη στην αντίληψη της προόδου του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, έχει πλέον πάψει να υφίσταται.
Μετά την κατάρρευση των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» επιταχύνθηκε η υλοποίηση νεοφιλελεύθερων προγραμμάτων, η οποία οδήγησε στην υποβάθμιση του κοινωνικού και ρυθμιστικού ρόλου του κράτους, στην ασυδοσία του χρηματιστικού κεφαλαίου και στη διεύρυνση των ανισοτήτων.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η μεγάλη οικονομική κρίση, οι συνεχώς αυξανόμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, οι περιφερειακοί πόλεμοι μεγάλης κλίμακας και, συνακόλουθα, οι μαζικές μεταναστευτικές ροές αποσταθεροποίησαν το οικοδόμημα της κοινωνικής συναίνεσης που επιχείρησε να χτίσει ο μεταπολεμικός καπιταλισμός.
Αποτέλεσμα αυτής της αποσταθεροποίησης είναι μια γενικευμένη κρίση της πολιτικής. Η κρίση αυτή δεν περιορίζεται πλέον στην αριστερή ή δεξιά πτέρυγα του πολιτικού συστήματος, αλλά το διαπερνά οριζόντια. Η κατάσταση τα τελευταία χρόνια γίνεται ακόμη πιο επικίνδυνη, καθώς μετατρέπεται σε κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών συνολικά απέναντι στους θεσμούς εκπροσώπησης, με αποτέλεσμα ένα ανησυχητικά σημαντικό ποσοστό να στρέφεται στην Ακροδεξιά διαμορφώνοντας εύφορο έδαφος για τη νεκρανάσταση του φασισμού.
Απέναντι σ’ αυτή την απειλή, η μερική υιοθέτηση της ακροδεξιάς ατζέντας από αρκετά συντηρητικά κόμματα της Ευρώπης είναι πολιτικά επικίνδυνη, ενώ η γενικόλογη ηθικολογική αντιφασιστική ρητορική αποδεικνύεται αναποτελεσματική.
2. Απαραίτητη μια νέα αριστερή στρατηγική
Τα παραπάνω αποτελούν ιστορική πρόκληση -σε παγκόσμιο επίπεδο- για την Αριστερά, η οποία, με επικαιροποιημένη στρατηγική, μπορεί και οφείλει να πρωταγωνιστήσει στη διαμόρφωση μιας ευρύτερης πολιτικής και κοινωνικής συμμαχίας, που θα επωμιστεί την ευθύνη να υπερασπιστεί την απειλούμενη δημοκρατία και να αναδείξει, με προοδευτικούς όρους, μια προοπτική ευημερίας για τις μεγάλες κοινωνικές πλειοψηφίες.
Η αναφορά μας στην Αριστερά δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένες κομματικές προτιμήσεις, αλλά συντάσσεται με βασικές αρχές πάνω στις οποίες μπορεί να διαμορφωθεί μια στρατηγική που θα επιδιώξει να αντιστρέψει την πορεία των πραγμάτων:
● Την αξία της ισότητας απέναντι στον νόμο και τους θεσμούς, της ισότητας στα δικαιώματα και στη συλλογική και ατομική εξέλιξη σε όλα τα επίπεδα, χωρίς αποκλεισμούς.
● Την αξία της συλλογικότητας, της κοινωνικής αλληλεγγύης και της προστασίας των αδυνάτων, με καθολική πρόσβαση σε δημόσια αγαθά και υπηρεσίες.
● Την αξία της δημοκρατίας, της διαφάνειας και της λογοδοσίας των θεσμών απέναντι στους πολίτες, αλλά και τη συμμετοχή των πολιτών στη λήψη και τον έλεγχο υλοποίησης των αποφάσεων.
Η ιστορία της Αριστεράς, στις διάφορες εκδοχές της, είναι γεμάτη από νίκες, αλλά ακόμα πιο γεμάτη από ηρωικές ήττες. Και οι δυο προσφέρουν διδάγματα. Από τα βασικότερα είναι η σημασία της κατανόησης των συσχετισμών, του ρεαλιστικού σχεδίου και της προσαρμογής του πολιτικού προγράμματος στις ιδιαιτερότητες των συνθηκών και της εποχής, σε αντίθεση είτε με την ιδεοληπτική ακαμψία είτε τον πολιτικό καιροσκοπισμό, που καταλήγουν συχνά σε φάρσες ή σε τραγωδίες.
Μία από τις συνήθεις παθογένειες της Αριστεράς ήταν η απαξίωση της τεχνικής γνώσης και η αποθέωση της πολιτικής βούλησης. Η πολιτική βούληση είναι αναγκαία συνθήκη αλλά δεν είναι ικανή. Η μετατροπή κάποιων γενικών αρχών σε συγκεκριμένες δράσεις απαιτεί κατανόηση των πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών και λεπτομερή σχεδιασμό στρατηγικής για την επίτευξη συγκεκριμένων ποιοτικών, αλλά και μετρήσιμων στόχων, οι οποίοι ουσιαστικά αποτελούν τη βελτίωση αυτών των συσχετισμών.
Απαιτείται ακόμα τεχνική γνώση των θεσμών και των λειτουργιών του κράτους και των εποπτευόμενων από αυτό οργανισμών και αποδοτική οργάνωση ανθρώπων και διαδικασιών. Με λίγα λόγια, η μετατροπή της βούλησης και των προθέσεων σε πράξη και αποτέλεσμα απαιτεί σχέδιο διοίκησης και συνεχή προσπάθεια βελτίωσης της διαδικασίας εφαρμογής της κάθε πολιτικής.
Σήμερα που η Αριστερά αναλαμβάνει πλέον κυβερνητικές ευθύνες, είναι απαραίτητο να εντάσσει βασικά στοιχεία διοίκησης στο πολιτικό της σχέδιο.
Στοιχεία όπως η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων, η επιλογή συγκεκριμένης μεθοδολογίας στον σχεδιασμό, η συνεχής αξιολόγηση του πολιτικού προγράμματος στην πράξη, η συνεχής ανατροφοδότηση της στρατηγικής από την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της και την επικοινωνία με τους πολίτες είναι απαραίτητο να αποτελέσουν στοιχεία διαφοροποίησης της κρατικής διοίκησης που ασκείται από την Αριστερά, με στόχο την εμβάθυνση της δημοκρατίας και την απαγκίστρωση από την παραδοσιακή πελατειακή και κοντόφθαλμη διαχείριση του κράτους.
3. Η συζήτηση περί κράτους στην Ελλάδα
Το ελληνικό κράτος -στους δύο αιώνες της ιστορίας του- έχει διαμορφώσει χρόνιες και διαρθρωτικές παθογένειες που δημιουργούν επιπλέον προκλήσεις για την Αριστερά: αδύναμη κοινωνική προστασία, δυσλειτουργική δημόσια διοίκηση, πελατειακές διαμεσολαβήσεις.
Αυτές οι παθογένειες οφείλονται στην εν γένει πολιτική διαδικασία αφού η αστική τάξη και το πολιτικό προσωπικό της λειτούργησαν κατά κανόνα με ταξική μεροληψία εναντίον των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, αλλά και τυχοδιωκτικά, λαμβάνοντας αποφάσεις στη βάση συγκυριακών συσχετισμών, και σπάνια επεξεργάστηκαν μακροπρόθεσμες στρατηγικές.
Αποτέλεσμα της ιστορίας του ελληνικού κράτους είναι ένα εξαιρετικά ασαφές οργανωτικό και θεσμικό πλαίσιο, το οποίο καθιστά ιδιαίτερα δυσχερή την οποιαδήποτε προσπάθεια αξιολόγησης του κάθε οργανισμού ως συνόλου, αλλά και του κάθε υπαλλήλου ξεχωριστά σε σχέση με την επίτευξη του σκοπού της λειτουργίας τους. Σε αρκετές περιπτώσεις ο συνδυασμός του προβληματικού πλαισίου με ανεπαρκείς πολιτικές ηγεσίες έχει ως συνέπεια να επικρατούν παρωχημένες ισοπεδωτικές πρακτικές και να αναπαράγεται η παραδοσιακή σύγχυση των ρόλων της πολιτικής, υπηρεσιακής και συνδικαλιστικής ιεραρχίας.
Δυστυχώς η συζήτηση περί κράτους αναλώνεται στην άσκοπη αντιπαράθεση περί «μικρότερου ή μεγαλύτερου κράτους». Ομως σε κάθε ανεπτυγμένη χώρα -έτσι και στην Ελλάδα- ο δημόσιος τομέας αποτελεί αντικειμενικά τη μεγαλύτερη οικονομική οντότητα, αφού το μέγεθος των κρατικών προϋπολογισμών ξεπερνάει το 40% του συνολικού εισοδήματος.
Αυτή η διαπίστωση αρκεί για να αντιληφθεί κανείς τη σημασία της αποτελεσματικότητας, της διαφάνειας και της υπευθυνότητας στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος. Αντί λοιπόν για το μέγεθος του κράτους, η συζήτηση πρέπει να στραφεί στο ποιοτικό περιεχόμενο των λειτουργιών και των υπηρεσιών του, που είναι και το σημαντικότερο.
Σε πολλές χώρες της Ευρώπης γενικεύεται η συζήτηση περί κοινωνικής αποτελεσματικότητας των δημόσιων υπηρεσιών λόγω της -επί δεκαετίες- κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού, και η συζήτηση αυτή παίζει σημαντικό ρόλο στην αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού και στη διαμόρφωση των νέων βασικών πόλων του.
Είναι σκόπιμο αλλά και ευνοϊκό για την Αριστερά πλέον, και στην Ελλάδα, η συζήτηση να στραφεί προς την ίδια τη λειτουργία του κράτους, δηλαδή στην αξιολόγηση της τεχνογνωσίας των φορέων του, της συμβολής τους στη διαφύλαξη και προαγωγή του δημόσιου συμφέροντος, της συμβολής τους στην κοινωνικά δικαιότερη ανάπτυξη της οικονομίας, στην προστασία του περιβάλλοντος και της κοινωνικής συνοχής και, στη συνέχεια, στις ριζικές μεταρρυθμίσεις και τομές που απαιτούνται ώστε να ανατραπεί η για δεκαετίες παγιωμένη εικόνα.
4. Η ευθύνη της Αριστεράς
Σήμερα που η χώρα μας περνάει έτσι κι αλλιώς μια διαδικασία ριζικού μετασχηματισμού μετά την κρίση, το ζήτημα είναι αν αυτός θα οδηγήσει προς ένα κράτος που θα διαμορφώσει έντιμες σχέσεις με τους πολίτες βασισμένες στη διαφάνεια, τη λογοδοσία και την αμοιβαία εμπιστοσύνη ή θα καταλήξει προς ένα ακόμη περισσότερο πελατειακό, αυταρχικό και αντικοινωνικό κράτος, που θα ανοίξει τον δρόμο στις αναδυόμενες απειλές του ακροδεξιού λαϊκισμού και του νεοφασισμού.
Τα τελευταία χρόνια που η Αριστερά είχε ευθύνες διακυβέρνησης στην Ελλάδα συντελέστηκαν σημαντικές προοδευτικές μεταρρυθμίσεις και έγιναν αρκετές απόπειρες αλλαγών στη δημόσια διοίκηση και τις επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα, δεδομένων όμως των αντίξοων συνθηκών αλλά και της απόστασης ανάμεσα στην πολιτική βούληση και τη διοίκηση των αλλαγών δεν κατέστη εφικτό να αλλάξει η συνολική εικόνα.
Η Αριστερά είναι αυτή που καλείται -και η μόνη πολιτική παράταξη που μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων- να αντιμετωπίσει την επόμενη περίοδο τις παθογένειες που καθιστούν τις σχέσεις πολίτη-κράτους ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της χώρας και να καταρτίσει ένα πρόγραμμα ριζικών μεταρρυθμίσεων του δημόσιου τομέα.
Η Αριστερά καλείται να ενδυναμώσει τη δίκαιη και ποιοτική αξιολόγηση των δημόσιων υπηρεσιών στη βάση θεσμοθετημένων στόχων βελτίωσης της ζωής των πολιτών, όχι μόνο από τις διοικήσεις τους αλλά και από τους ίδιους τους πολίτες, οι οποίοι πρέπει να έχουν θεσμοθετημένο λόγο για τη λειτουργία, την αποτελεσματικότητα και την ποιότητα του κρατικού μηχανισμού που χρηματοδοτούν οι φόροι και οι εισφορές τους.
Αυτή η μετάβαση προς ένα κράτος απαλλαγμένο από τις αδικίες, τις στρεβλώσεις και τις παθογένειες που του κληροδότησε η περίπλοκη ιστορία του σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί μια αξιολογικά ουδέτερη, μηχανική διαδικασία.
Αντιθέτως, είναι μια πολιτική μάχη η οποία προϋποθέτει ευρεία κοινωνική υποστήριξη, διαβούλευση, αλλά και συγκρούσεις με εδραιωμένες ομάδες συμφερόντων, οι οποίες βασίζουν την επιβίωση και την αναπαραγωγή τους στον ανορθολογισμό των δομών, την αδιαφάνεια των διαδικασιών και την απαξίωση τόσο των δημόσιων πολιτικών όσο και των δημόσιων υπαλλήλων εν γένει.
Ο ριζικός μετασχηματισμός του κράτους αποτελεί ένα προνομιακό πεδίο συζήτησης της Αριστεράς με όσες από τις δημοκρατικές δυνάμεις αντιλαμβάνονται τις σύγχρονες απειλές για τη δημοκρατία. Μια τέτοια συζήτηση θα ωφελήσει ολόκληρο το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα και θα δώσει την ιστορική ευκαιρία στην Αριστερά να απαντήσει σε πραγματικές προκλήσεις και να διεκδικήσει την πολιτική ηγεμονία με σύγχρονους όρους, συμβάλλοντας καθοριστικά και με πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπεράσπιση και εμβάθυνση της δημοκρατίας.
Υπογραφές
Δηµήτρης Αυλωνίτης, γενικός διευθυντής ΔΕΔΑ, Γιάννης Βρεττός, γενικός διευθυντής ΑΔΜΗΕ, Βασίλης Δηµητρίου, µέλος Δ.Σ. ΔΕΔΔΗΕ, Στεφανία Γεωργακάκου-Κουτσονίκου, διευθύνουσα σύµβουλος ΟΚΑΑ, Κώστας Κοµνηνός, γενικός διευθυντής Δικτύου ΔΑΦΝΗ, Χαράλαµπος Κασίµης, γενικός γραµµατέας Αγροτικής Πολιτικής & Διαχείρισης Κοινοτικών Πόρων, Παναγιώτης Κορκολής, γενικός γραµµατέας Δηµοσίων Επενδύσεων ΕΣΠΑ, Μάνος Μανουσάκης, πρόεδρος & διευθύνων σύµβουλος ΑΔΜΗΕ, Χριστίνα Μπαριτάκη, γενική γραµµατέας Περιβάλλοντος, Γιάννης Μάργαρης, αντιπρόεδρος ΑΔΜΗΕ, Θανάσης Μισδανίτης, αν. διευθύνων σύµβουλος ΔΕΔΔΗΕ, Σπύρος Νιάκας, µέλος Δ.Σ. ΔΕΔΑ, Γιώργος Παπανικολάου, επίκουρος καθηγητής Χαροκόπειο Πανεπιστήµιο, Κερασίνα Ραυτοπούλου, σύµβουλος Διοίκησης Εθνικής Τράπεζας, Μαρίνος Ρουσιάς, διευθυντής ΔΕΔΑ, Φρατζής Σιγάλας, νοµικός συνεργάτης υπουργού Ανάπτυξης, Παρασκευή Σιδηροπούλου, πρόεδρος Ταµείου Αρχαιολογικών Πόρων, Παναγιώτης Σκευοφύλαξ, σύµβουλος πολιτικής και στρατηγικής επικοινωνίας, Κώστας Στρατής, υφυπουργός Πολιτισµού, Δηµήτρης Τσαγκάς, γενικός διευθυντής ΕΑΓΜΕ, Ευγενία Φωτονιάτα, ειδική γραµµατέας ΕΣΠΑ, Νίκος Χατζηαργυρίου, πρόεδρος ΔΕΔΔΗΕ, Ανδρέας Ψαθάς, σύµβουλος µηχανικός.