Μερικά πρωινά προορίζονται να είναι σημαντικά. Οχι γιατί η μέρα που γεννιέται επιφυλάσσει κάτι μεγάλο: μια θετική αλλαγή στη δουλειά, στον τραπεζικό σου λογαριασμό, μια νέα φιλία που θα σε γεμίσει χαρά ή κάποιο καλό νέο για ανθρώπους δικούς σου, αγαπημένους. Ωστόσο είναι σημαντικά.
Εκείνο το πρωί λοιπόν, έτσι έμελλε να εξελιχθεί: σπουδαίο.
Οταν ξύπνησε, βρήκε στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ένα μήνυμα φίλης. Ενα ποίημα-μήνυμα, για την ακρίβεια, που συνόψιζε μήνες, χρόνια εμπειρίας και ατέρμονες συζητήσεις για όλα όσα μας λείπουν, για όλα όσα δεν αλλάζουν ή δεν έρχονται, όσο και αν προσπαθούμε, όσο και αν το θέλουμε.
Ηταν οι στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη*, ποιητή που τόσο αγαπούσαν και οι δυο.
«Τα όνειρα, α, τα όνειρα που όσο πιο ακατόρθωτα είναι / τόσο τους δίνεσαι με πιο μεγάλη λύσσα, οι αμαρτίες που φοβάσαι, οι αγνότητες που δεν μπορείς, / η σκέψη, πως, εκεί, να, πίσω από την γωνιά του δρόμου σε προσμένουν / όλα τα ενδεχόμενα, ενώ δε συναντάς παρά το ίδιο γαλακτοπωλείο- / την έμαθες τη ζωή σου, χρόνια τώρα».
Πικρά λόγια, πικρή η ανάμνηση της ίδιας μάταιης καθημερινότητας.
Εβαλε να ψηθεί η γερμανική μηλόπιτα που είχε ετοιμάσει αποβραδίς με τα τελευταία μήλα που της είχαν μείνει και δεν ήθελε να χαλάσουν. Της τηλεφώνησε.
Μίλησαν λίγο, γέλασαν πολύ, η κάθε μια με τα παθήματα και τα μαθήματά της. Μυαλό δεν έβαζαν. Επέμεναν να προσπαθούν…
Πριν κλείσει, υποσχέθηκε ότι θα ξαναφτιάξει στρούντελ για να το φάνε μαζί. Χαιρετήθηκαν.
Μετά έφτιαξε καφέ και έβγαλε τη μηλόπιτα από τον φούρνο. Της έριξε κανέλα και άχνη ζάχαρη και έβαλε στο πιάτο της ένα κομμάτι.
Παρά την ψύχρα για Μάιο μήνα, άνοιξε το παράθυρο στο γραφείο και κάθισε να πάρει το αργοπορημένο πρωινό της. Εβαλε και το ραδιόφωνο.
Για ώρα δεν έκανε τίποτα. Ούτε έτρωγε ούτε έπινε.
Λίγες ημέρες πριν, στο σινεμά, είχε δει μια ταινία με θέμα την ίδια αυτή σπαρακτική ματαιότητα: όλα είναι ίδια, προδιαγεγραμμένα, όπου και αν πας, ό,τι και αν κάνεις, δεν υπάρχει δρόμος διαφυγής.
Επί τέσσερις ώρες το κοινό βούλιαζε καθώς έμπαινε στη θέση των τεσσάρων καταραμένων ηρώων της: αγωνίζονταν χωρίς ελπίδα, ενάντια στην πραγματικότητα, ενάντια στον ίδιο τους τον εαυτό, ενάντια στο άχρωμο δυστοπικό περιβάλλον τους, που όριζε το παρόν και το μέλλον τους.
Στο τέλος, λίγα λεπτά πριν από το φινάλε, την ώρα που οι δρόμοι έχουν κλείσει, έχουν χάσει το τρένο της διαφυγής και το ταξίδι γίνεται πολύ δύσκολο, ο πιο ηλικιωμένος και έμπειρος από όλους καλεί και τους υπόλοιπους να εγκαταλείψουν: «Οπου και να πάτε, η ζωή είναι ίδια. Να μείνετε εδώ. Ετσι είναι τα πράγματα. Καθόμαστε εδώ και κοιτάζουμε απέναντι νομίζοντας ότι θα είναι διαφορετικά».
Είναι έτοιμος να αποδεχθεί την άνωθεν προκαθορισμένη μοίρα του: μια θέση στο γηροκομείο. Και τότε όλοι στην αίθουσα ανάσαναν: ο νέος, ο ρομαντικός, που έχασε τα πάντα γιατί έκανε αυτό που ήταν σωστό, δίνει τη λύση.
«Μπορούμε να ρίξουμε μια ματιά τουλάχιστον», λέει. Και οι υπόλοιποι τον ακολουθούν.
Οταν έπεσαν οι τίτλοι του τέλους, κανείς δεν ήξερε αν έφτασαν στην άλλη πλευρά, αν βρήκαν αυτό που έψαχναν, τον «Ελέφαντα που στέκεται ακίνητος»**, ούτε αν η ζωή εκεί ήταν καλύτερη ή έστω διαφορετική.
Αλλά ανέπνευσαν. Αυτή η φωνή του ρομαντικού -ή μήπως του πραγματικά λογικού, που ήξερε τι ήθελε η καρδιά του;- φύσηξε σαν αύρα θαλασσινή.
Ηπιε μια γουλιά καφέ και με το άρωμα των ψημένων μήλων με την κανέλα να γεμίζει το δωμάτιο, σήκωσε πάλι το ακουστικό. Για να θυμίσει στη φίλη της πώς τελείωνε το θλιμμένο ποίημα*: «κάθε βράδυ κοιμάσαι μ’ έναν θησαυρό: αυτήν την πολυσήμαντη αυριανή σου μέρα».
* «Από μέρα σε μέρα», αποσπάσματα, Τάσος Λειβαδίτης, Ποιήματα 1958-1964
** «Ενας ελέφαντας στέκεται ακίνητος», σε σκηνοθεσία Χου Μπο, Κίνα, 2018
archkatsoura@yahoo.gr