Καθόλου. Αμα λέμε καθόλου, εννοούμε μήτε βλέφαρο.
Ούτε μάτι δεν έκλεισα χθες τη νύχτα, καθόλου καλά δεν κοιμήθηκα, τρισχειρότερα ξύπνησα. Ο,τι μπορεί να γίνει σε μια γειτονιά, καταμεσάνυχτο, έγινε. Και όλα, έξω απ’ το παράθυρό μου. Λες και τους έχει πιάσει, κι εγώ δεν ξέρω τι τους έχει πιάσει μια ανάσα πριν τις εκλογές, και πουθενά δεν μπορείς να βρεις ησυχία.
Η κοπελιά του απάνω δρόμου χθες το βράδυ βρήκε να τα ξεβρεί με το αγόρι της και ο τύπος έφερνε γύρες το τετράγωνο με το ντεκαποτάμπλ, με τα καψουροτράγουδα στη διαπασών. Σχολιαρόπαιδα κάτω από το δικό μου παράθυρο βρήκαν να σαχλομιλάνε μες στη μαύρη νύχτα για τι σπάσιμο είναι, που να πάρει, αυτό το σχολείο και τι ωραίος είναι, βρε παιδί μου, αυτός ο Ιαν Στρατής! Η διπλανή χθες το βράδυ βρήκε να καλέσει από τη Ρόδο την αδερφή της, η οποία έφτασε 4 τα ξημερώματα και τόσο είχαν τον αβάσταχτο, που στον δρόμο είπαν να πουν τα νέα τους, για τη μάνα τους που έχει γρίπη γιατί την κόλλησε η εγγόνα της, για τη θεία τη Μαρούλα που ετοιμάζει τον γάμο της ξαδέρφης και άγχος, πολύ άγχος έχει και για τον παππού τον Χρήστο που τον πονάν’ τα γόνατα και πολλές πλάκες έχει πώς βογκάει. Και δώσ’ του γέλια και τσιρίδες.
Τον πρώτο, τον έλουσα με το νερό απ’ το ποτιστήρι. Τα δεύτερα, τα πήρε ο γεροδιάολος και τα σήκωσε. Ε, στην τρίτη ήμουν πια εντελώς κομμάτια – μήτε να βογκήξω σαν τον κυρ Χρήστο δεν άντεχα. Σε ημικωματώδη κατάσταση πλέον, κάθισα κι άκουσα στωικά όλα τα παραπολιτικά της οικογένειας, ενώ προσευχόμουν να μην έχουν μεγάλο σόι.
Το λίγο που, ανάμεσα στα θεάματα της νύχτας μου, πρέπει να κοιμήθηκα, σε καλό δεν μου βγήκε. Μια γέφυρα χωρίς ποτάμι είδα, ψηλές προσόψεις δίχως κτίρια, έναν κηπουρό να ποτίζει πλαστικό γρασίδι και κάτι σκάλες κυλιόμενες που δεν οδηγούσαν πουθενά…
Ημουν βέβαια επηρεασμένη και από το βιβλίο που διάβαζα… για να με πάρει ο ύπνος (!). Προτροπή: πάρτε το και μάθετέ το απ’ έξω. Πρόκειται για το «Ενας κόσμος ανάποδα» του μέγιστου (συγχωρέθηκε κι αυτός) Εδουάρδο Γκαλεάνο. Ξανακυκλοφόρησε σε νέα μετάφραση από τον Πάπυρο και είναι κορυφαίο. Συμβουλή: Διαβάστε το μεν, ποτέ πριν από τον ύπνο δε. Διότι ο υπέροχος Ουρουγουανός πολλές αλήθειες λέει και κάθονται στο στομάχι. Ο,τι είδα στον ύπνο μου, αυτά χρησιμοποιούσε για να περιγράψει τη νεοφιλελεύθερη ανάπτυξη ο Γκαλεάνο (που ακόμη κι αυτή ωστόσο χλομιάζει μπροστά στους βεμπερμητσοτακικούς οραματισμούς). Οπως τα ‘δα, έτσι τα γράφει, κι ακόμα χειρότερα: «αυτοκινητόδρομοι που μας δίνουν τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τόπους που έχουν καταστραφεί εξαιτίας τους, μια ελευθερία που αρχίζει και τελειώνει στην επιλογή του τηλεοπτικού καναλιού… Και μια Αλίκη, που αν ξαναγεννιόταν σήμερα, δεν θα χρειαζόταν να περάσει μέσα απ’ τον καθρέφτη για να δει τον κόσμο ανάποδα. Μια ματιά έξω από το παράθυρό της θα ήταν αρκετή».
Αυτό το παράθυρο μας έφαγε, Εδουάρδο μου. Ετοιμη ήμουν πρωί πρωί να το τσιμεντώσω – ήλιο μη και ξαναδώ, φωνή μην ξανακούσω… Και κει που είχα έτοιμα τα σύνεργα του μπαζώματος, χτυπάει το κινητό. Μήνυμα: «Νόρα! Στις ευρωεκλογές δώσε μου τη δύναμή σου να την κάνω δύναμη της Ελλάδας, δύναμη της Ν.Δ.!». Υπογραφή: Μανώλης Κεφαλογιάννης.
Μετά από ένα λεπτό σιγής για τον χαμένο ανθυπολοχαγό… συνήλθα! Αυτοστιγμεί, ο θορυβώδης (και ερεβώδης) κόσμος της νύχτας μου διαλύθηκε! Αφησα κάτω μυστριά και πηλοφόρια, ξέχασα και ξαγρύπνιες και πονοκεφάλους, έφυγαν και νεύρα και κούραση και άνοιξα διάπλατα το παράθυρο. Να προφτάσω να δω! Να δω και να σιγουρευτώ πως όχι, τελικά ο κόσμος δεν είχε έρθει ακόμα ανάποδα.
Σηκώθηκα, πλύθηκα, ξουρίστηκα, στολίστηκα και βγήκα στην πόλη. Το μήνυμα του «Μανώλη» στη «Νόρα!» (με θαυμαστικό κιόλας), με έπεισε: Από θύμα, κάλλιο ψώνιο. Τη δύναμή μου, τη δύναμη της χώρας μου, ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα, χάρισμα δεν θα πάρετε.