Ηδη από την επομένη των ευρωεκλογών ξεκίνησαν τα όργανα της αντιπολίτευσης με επίδικο -τι άλλο;- τον θεσμό της Δικαιοσύνης και την επιλογή της ηγεσίας της. Αρχής γενομένης από τον Αδωνη Γεωργιάδη, οι απειλές και οι προειδοποιήσεις συνεχίστηκαν από τον Βαγγέλη Βενιζέλο και τη Ν.Δ. ενώ μέσα σε μόλις ένα εικοσιτετράωρο δημοσιεύτηκαν χθες ταυτόχρονα στην «Καθημερινή» οι απόψεις των καθηγητών Αντ. Μανιτάκη (πρώην υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Σαμαρά) και Ν. Αλιβιζάτου.

Ακολούθησε όπως ήταν αναμενόμενο ανακοίνωση της Ν.Δ. με την οποία ισχυρίζεται ότι ο πρωθυπουργός είναι υπό προθεσμία και επομένως δεν μπορεί η κυβέρνηση να λαμβάνει αποφάσεις. Οι ταυτόχρονες αυτές αντιδράσεις συγκλίνουν στο ότι δεν μπορεί η σημερινή κυβέρνηση εν όψει εκλογών να προχωρήσει τη διαδικασία επιλογής αντισαγγελέων, εισαγγελέα και προέδρου του Αρείου Πάγου.

Ηδη από τη Δευτέρα ο πρόεδρος της Βουλής αποδέχτηκε το αίτημα της Ν.Δ. και του ΚΙΝ.ΑΛΛ. σχετικά με την επιλογή αντιπροέδρων, δεδομένου ότι δεν έχει διεξαχθεί η διαδικασία της ακρόασης στη διάσκεψη των προέδρων της Βουλής.

Η επιλογή όμως του εισαγγελέα και του προέδρου έχει προχωρήσει, έχει λάβει την έγκριση των προέδρων της Βουλής και εκκρεμούσε η επιλογή και ο διορισμός των προτεινόμενων από το υπουργικό συμβούλιο.

Η κήρυξη πρόωρων εκλογών είναι γεγονός ότι, όποτε κι αν έχει συμβεί, προκαλεί προβλήματα στην τρέχουσα λειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μόλις ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε την απόφασή του να προσφύγει στον λαό, σχεδόν ταυτόχρονα αναδείχτηκε μια κατά τα άλλα κανονική διαδικασία σε μέγιστο πολιτικό ζήτημα.

Λίγο πριν από την αποχώρηση λόγω συνταξιοδότησης της ηγεσίας του Αρείου Πάγου τον Ιούνιο δρομολογήθηκαν από το υπουργείο Δικαιοσύνης οι διαδικασίες για τις επιλογές, όπως ο νόμος ορίζει. Στη συνέχεια έγιναν οι ακροάσεις και οι διασκέψεις των προέδρων της Βουλής στις 16 και 17 Μαΐου, οπότε και επελέγησαν τρεις υποψήφιοι για την προεδρία του Αρείου Πάγου και τρεις για την Εισαγγελία.

Το επόμενο βήμα ήταν η λήψη απόφασης από το υπουργικό συμβούλιο, το οποίο ήταν προγραμματισμένο να γίνει αυτή την Παρασκευή δεδομένου ότι δεν υπήρχε μέχρι τότε καμία πρόθεση για διεξαγωγή πρόωρων εκλογών. Αντίθετα, μάλιστα!

Οσοι λοιπόν από τους αντίθετους με τη συνέχιση της προβλεπόμενης διαδικασίας δηλώνουν ότι οι κρίσεις έγιναν για ακατανόητους λόγους σκόπιμα ένα μήνα νωρίτερα, μάλλον απλώς εκφράζουν τη διαρκή προκατάληψή τους απέναντι σε κάθε απόφαση της σημερινής κυβέρνησης. Ακόμα όμως κι αν -όπως υπονοούν και οι καθηγητές- οι κρίσεις έγιναν νωρίτερα για άλλους λόγους, ένα πράγμα είναι δεδομένο: ότι οι επιλογές έγιναν.

Τα πρόσωπα που επελέγησαν με βάση την επετηρίδα και την αξιοσύνη τους, όχι μόνο είχαν από ευρεία έως ευρύτατη αποδοχή από τα μέλη της διακομματικής διάσκεψης, αλλά και -το κυριότερο- κανείς δεν εξέφρασε σε βάρος τους την οποιαδήποτε αρνητική κρίση ή σχόλιο.

Οι αρεοπαγίτες που προκρίθηκαν με ψηφοφορία πληρούν όλα τα κριτήρια και είναι δικαστές και εισαγγελείς εγνωσμένου κύρους. Δεν είναι επομένως κατανοητή η τόσο σφοδρή αντίδραση με πρόσχημα είτε τους άγραφους είτε τους γραπτούς νόμους σχετικά με το αν μπορεί να λάβει μια τέτοια απόφαση η σημερινή κυβέρνηση, της οποίας η θητεία λήγει επίσημα μόλις ο πρωθυπουργός πάει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Οσοι αντιδρούν, αμφισβητούν ανοιχτά τον θεσμό της Βουλής, που εξακολουθεί φυσικά να λειτουργεί, και μάλιστα με πρόσχημα την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Και φυσικά δεν λειτουργεί μόνο η Βουλή αλλά και η κυβέρνηση στο διάστημα μέχρι τις εκλογές.

Για ποιο λόγο λοιπόν για τους δύο καθηγητές, και κυρίως για την οργισμένη αντίδραση του Αντ. Μανιτάκη, το ζήτημα είναι τόσο κρίσιμο που φτάνει στο σημείο να πει ότι «το ενδεχόμενο της επιλογής (σ.σ. προέδρου και εισαγγελέα) από τη σημερινή κυβέρνηση αποτελεί προφανή καταδολίευση του πνεύματος και του γράμματος του Συντάγματος» και ότι «τέτοια προκλητική περιφρόνηση του Συντάγματος σπάνια συναντά κανείς στα κοινοβουλευτικά ήθη»; Ειδικά όταν τόσα χρόνια κόμματα και καθηγητές προσπαθούσαν να πείσουν τους πολίτες ότι το κράτος έχει και οφείλει να έχει συνέχεια, πώς και γιατί εξαιρούν τώρα από τον κανόνα την «αριστερή παρένθεση»;

Με όλο τον σεβασμό στους καθηγητές και πρώην υπουργούς της αντιπολίτευσης, είναι πρωτάκουστες αυτές οι επιθετικές και ακραίες αναφορές, ειδικά όταν μοιραία συμπαρασύρουν και τα ίδια τα ακέραια πρόσωπα των δικαστών που έχουν επιλεγεί.

Ας αναρωτηθούν οι ίδιοι τι θα έγραφαν αν η ενδεχόμενη εκλογική αλλαγή αφορούσε ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα της αντιπολίτευσης και ειδικά αν πριν από την προκήρυξη εκλογών είχαν ολοκληρωθεί οι ψηφοφορίες, όπως και τώρα. Θα έφταναν άραγε στις ίδιες ακραίες διατυπώσεις που θίγουν και τους προτεινόμενους δικαστικούς λειτουργούς;

Κι ένα δεύτερο ερώτημα που αποφεύγουν να θέσουν και κυρίως να απαντήσουν οι δύο καθηγητές. Εφόσον αυτές είναι οι επιλογές της διάσκεψης των προέδρων της Βουλής, τι θα γίνει αν αλλάξει η κυβέρνηση; Θα υπάρξει συνέχεια στο κράτος και επομένως το νέο υπουργικό συμβούλιο θα επιλέξει έναν από τους προτεινόμενους ή όχι;

Κι αν όχι, τότε ποιοι και πώς θα δικαιολογήσουν τις μαύρες σκέψεις που κατακλύζουν το μυαλό του κάθε πολίτη για τον δήθεν σεβασμό στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης;

Αν λοιπόν και αυτά τα ερωτήματα δεν απαντηθούν σύμφωνα με το πνεύμα και το γράμμα του Συντάγματος, τότε δυστυχώς η απόσταση ανάμεσα στις απειλές και στις ορατές πολιτικές σκοπιμότητες των Αδ. Γιωργιάδη, Β. Βενιζέλου και στα άρθρα των καθηγητών μικραίνει και γέρνει πολύ επικίνδυνα.

Μέσα στις επόμενες ημέρες αναμένεται η απόφαση του υπουργικού συμβουλίου, ενώ ήδη χθες ο Δ. Τζανακόπουλος τόνισε προς κάθε κατεύθυνση ότι σύμφωνα με τον νόμο και το Σύνταγμα η κυβέρνηση μέχρι τις εκλογές είναι υποχρεωμένη να διεκπεραιώνει στο ακέραιο τα καθήκοντά της.