Το γαρ πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνη – και το… πολύ της χαράς επίσης. Οπερ, αφού πέσαμε από τα σύννεφα, πανηγυρίσαμε, θρηνήσαμε και κάναμε και τα τρίμερα, χτίσαμε και την νέα εθνική πραγματικότητα. Η οποία, περίπου, λέει πως ο Τσίπρας παρέλαβε την χώρα επίγειο παράδεισο και την παρέδωσε στάχτη και μπούρμπερη. Διέλυσε το αναπτυξιακό θαύμα Σαμαρά και Βενιζέλου κι έφερε τον όλεθρο και την χρεοκοπία – και των Μνημονίων και του Τρικούπη ενδεχομένως. Και κατόπιν, άλωσε αξίες, κράτος, και θεσμούς αλλά, ευτυχώς, «καθαιρέθηκε» – κατά Βενιζέλο πάντοτε – εν μία νυκτί από τον λαό, ένα βήμα προφανώς πριν καταλύσει και την ίδια την Δημοκρατία. Για να έρθει, ως σωτήρας εκ παρθενογένεσης, η Νέα Δημοκρατία να μας οδηγήσει ξανά στο ξέφωτο της πάνδημης ευημερίας.
Η άλλη όψη της ίδιας πραγματικότητας λέει πως η κυβερνώσα αριστερά δεν ηττήθηκε από τα λάθη της αλλά από τους δαίμονες. Πολεμούσε μόνη εναντίον όλων – κάθε μέρα κι έναν νέο εχθρό – αλλά υπέκυψε στα πρωτοσέλιδα, τα fake news, τον Πορτοσάλτε, τους δημοσκόπους που της έδιναν λάθος προβλέψεις και σ’ έναν αγνώμονα λαό που δεν αναγνώρισε το ηθικό και ιδεολογικό της μεγαλείο.
Δεν είναι μεταπολιτική, είναι απλώς πρώιμη πολιτική ψύχωση. Η οποία πριν πάρει διαστάσεις υστερίας, θα ήταν χρήσιμο να αντιμετωπιστεί με στοιχειώδη νηφαλιότητα από αμφότερες τις πλευρές – θρηνούντες και πανηγυρίζοντες. Κοινώς, δυο τρεις κουβέντες καθαρές, και προς τον εαυτό τους και προς τους ψηφοφόρους έως την 7η Ιουλίου δεν θα έβλαπταν ούτε την ΝΔ, ούτε τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η ΝΔ θα μπορούσε ενδεχομένως να θυμηθεί, και να απολογηθεί, για το γεγονός ότι επί των ημερών της, και επί ημερών κυβέρνησης ή συγκυβέρνησης με το ΠΑΣΟΚ, η χώρα χρεοκόπησε δύο φορές. Και για το γεγονός επίσης ότι επί των ίδιων ημερών, οι μισθοί περικόπηκαν κατά 40%, η ύφεση έφθασε στο 25%, οι συντάξεις μειώθηκαν 11 φορές, επιβλήθηκε ο μισητός και χρεωμένος στον ΣΥΡΙΖΑ – άγνωστο πώς – ΕΝΦΙΑ, καταργήθηκαν 13ος και 14ος μισθός και διαλύθηκαν τα ασφαλιστικά Ταμεία υπό το βάρος του επικού PSI.
Θα ήταν εξίσου χρήσιμο να εξηγήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με την δεδομένη πολιτική του ειλικρίνεια, πώς θα πετύχει ρυθμό ανάπτυξης 4% μέσα σε έναν χρόνο, πώς θα χρηματοδοτήσει την μείωση των φορολογικών συντελεστών, εάν και ποια αντιαναπτυξιακά επιδόματα θα περικόψει και ποιους θα πλήξει αυτό – εάν ακόμη ο ιδιωτικός πυλώνας που προκρίνει για το ασφαλιστικό θα οδηγήσει σε μείωση των βασικών συντάξεων έως και 20% όπως συνέβη σε χώρες όπως η Σουηδία, κι εάν η σύμπραξη ιδιωτών και δημοσίου στην Υγεία θα σημάνει και το τέλος της δωρεάν περίθαλψης για ανασφάλιστους και μη έχοντες.
Παρεμπιπτόντως, θα ήταν πολιτικά γενναιόδωρο να αναγνωρίσει και το ότι ο ολετήρας ΣΥΡΙΖΑ αφήνει περί τα 40 δις προίκα στα κρατικά ταμεία, ενώ η κυβέρνηση Σαμαρά είχε αφήσει κάτι ψιλά για τις συντάξεις του Φεβρουαρίου του 2015 και τα κλειδιά του Μαξίμου κάτω απ’ το χαλάκι.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν επίσης χρήσιμο να ξεκαθαρίσει εάν θέλει να είναι κόμμα εξουσίας ή γκρουπ πολιτικής ψυχοθεραπείας. Να σκεφτεί φερ’ ειπείν εάν θα πάει να συναντήσει την κοινωνία ή θα απαιτεί από την κοινωνία να υποκλιθεί στο ηθικό και ιδεολογικό του πλεονέκτημα. Να αποφασίσει εάν θα πάει αριστερά ή κεντροαριστερά – εάν θα πάει με τον Τσίπρα ή με τον Ρουβίκωνα. Να αναμετρηθεί με τις αντιφάσεις του – να αναλογιστεί, ενδεχομένως, πως ελιτισμός μπορεί να είναι και η, πολιτικά ανέξοδη, διατήρηση της αριστερής καθαρότητας με χορηγό τους φόρους και τις ψήφους της (μικρο)αστικής σοσιαλδημοκρατίας.
Απλές κουβέντες, καθαρές. Χρήσιμες σε μια κοινωνία και σε ψηφοφόρους που έπαψαν, βιαίως, να κυνηγούν ουτοπίες…