ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗ (*)
Πάντοτε, οι εκλογές αποτυπώνουν τη βούληση του λαού σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Ένα αποτέλεσμα, ένα σημείο στο χρόνο. Ας το φανταστούμε σαν μια τελεία σε έναν πίνακα. Αυτή τη φορά, όμως, δεδομένης τηςσύντομης χρονικής απόστασης μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων, αποκτούμε – ίσως και για πρώτη φορά – τη δυνατότητα να μετρήσουμε (με αδιαμφισβήτητο τρόπο), όχι απλά το αποτέλεσμα μιας δεδομένης χρονικής στιγμής, αλλά την τάση που επικρατεί στην κοινωνία, μια συγκεκριμένη περίοδο. Σαν να βάζουμε και μια δεύτερη τελεία, δίπλα στην προηγούμενη.
Αν ενώσουμε τις δύο τελείες, έχουμε μια γραμμή. Που αν είναι ανοδική, σημαίνει ότι μιλάμε για μια ιδεολογική επικράτηση της ΝΔ, δεδομένου του ταξικού χαρακτήρα που θα πάρουν οι επικείμενες εθνικές εκλογές. Ενώ, αν είναι καθοδική, σημαίνει ότι το μετα-μνημονιακό αφηγήμα του Αλέξη Τσίπρα υπέρ των πολλών κερδίζει έδαφος στην κοινωνία. Στοιχείο, που αν επιβεβαιωθεί (αν η διαφορά μικρύνει δηλαδή), κάνει ιδιαίτερα σύνθετη την ανάγνωση του αποτελέσματος.
Φυσικά, υπάρχει και ο παράγοντας «χαλαρή ψήφος» των ευρωεκλογών, που – παραδοσιακά – πλήττει περισσότερο την κυβέρνηση. Είναι μια παράμετρος, η οποία-παρά το γεγονός ότι εξαφανίστηκε από τις αναλύσεις των ημερών (προκειμένου να παραμείνει ατόφιο το πολιτικό μήνυμα της κάλπης)- είναι υπαρκτή και πρέπει να υπολογιστεί. Όπως, άλλωστε, κρίσιμος είναι και παράγοντας της αποχής. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η σύνδεση των δύο τόσο κοντινών αποτελεσμάτων θα γίνεται αυτόματα στο μυαλό όλων των πολιτών εκείνη την Κυριακή. Συνεπώς, η βασική ανάγνωση θα έχει να κάνει με την πραγματική δυναμική των ιδεολογικών τάσεων στην ελληνική κοινωνία. Για να γίνει αυτό, προϋπόθεση είναι τον επόμενο μήνα να ανοίξει όντως ένας μεγάλος πολιτικός διάλογος στην κοινωνία, ώστε να αποσαφηνιστούν οι προθέσεις, να συγκριθούν τα προγράμματα, να κοντραριστούν οι ιδεολογίες. Θα γίνει αυτό. Και έτσι, την Κυριακή των εθνικών εκλογών, θα έχουμε την απόλυτη απάντηση του ελληνικού λαού, στην πιο αυθεντική της μορφή.
Αν δεχθούμε ότι η ευρωκάλπη λειτουργεί ως μοχλός κοινωνικής αποσυμπίεσης και μετριάσουμε – λογικά – στον υπολογισμό μας την ψήφο της οργής, τότε το αποτέλεσμαενδεχομένως να είναι το πλέον δηλωτικό των πραγματικών πολιτικών πεποιθήσεων του ελληνικού λαού. Διότι θα μας δείξει ποιο ιδεολογικό ρεύμα εμφανίζει αυξητική δυναμική στην ελληνική κοινωνία, σε πραγματικό χρόνο (και όχι συγκρίνοντας με τέσσερα χρόνια πριν). Προσέξτε: πρόκειται για κάτι διαφορετικό από το αποτέλεσμα, αυτό καθεαυτό. Άλλο η γραμμή, άλλο η τελεία.
Όμως, ακόμη και ως προς αυτή την πρώτη τελεία – και πάλι – οι αναλύσεις είναι διαφορετικές και τα συμπεράσματα ποικίλουν. Για παράδειγμα:
- Οι Νεοδημοκράτες συγκρίνουν τα ποσοστά των ευρωεκλογών με αυτά των εθνικών εκλογών του 2015 και βλέπουν μεγάλη πτώση του ΣΥΡΙΖΑ.
- Οι ΣΥΡΙΖΑίοι συγκρίνουν το ποσοστό τους με αυτό που πήραν στις ευρωεκλογές του 2014 και βλέπουν ότι το κόμμα συγκράτησε δυνάμεις, αφού έχασε μόλις 2 μονάδες από τότε.
Κατά την άποψή μου, ωστόσο, καμία από τις δύο συγκρίσεις δεν είναι η σωστή και προτιμώ να κάνω μια άλλη. Οτι δηλαδή:
- Όταν το ΠΑΣΟΚ εφάρμοσε το δικό του πρόγραμμα προσαρμογής (το ΠΑΣΟΚ που είχε ένα τεράστιο δίκτυο στελεχών σε όλα τα επίπεδα, οριζοντίως και καθέτως στο δημόσιο τομέα και στην αγορά), υπέστη μια πανωλεθρία στην πρώτη κάλπη που δοκιμάστηκε. Από τα 40άρια, έπεσε στο 12,28%τον Ιούνιο του 2012 και, μετά, στα μονοψήφια.
- Όταν η ΝΔ εφάρμοσε το δικό της πρόγραμμα προσαρμογής (η ΝΔ που συντόνισε όλα τα συστημικά media να «πολεμούν» υπέρ της), έπεσε στο 22,72% στην πρώτη κάλπη που δοκιμάστηκε (ευρωεκλογές 2014).
- Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοσε το δικό του πρόγραμμα προσαρμογής (ο ΣΥΡΙΖΑ, που «πολεμήθηκε» όσο καμία άλλη κυβέρνηση από τους μιντιάρχες), έπιασε 23,8% στην πρώτη κάλπη που δοκιμάστηκε (ευρωεκλογές 2019). Δηλαδή, ποσοστό μεγαλύτερο από τους προκατόχους του.
Ποια από όλες τις συγκρίσεις είναι σωστή;
(*) Ο Γιώργος Χριστοφορίδης είναι δημοσιογράφος – οικονομολόγος.