Τώρα πρέπει να βρούμε τις καινούργιες λέξεις. Αλλιώς κανένας πια δεν θα μας ακούει. Οι καινούργιες λέξεις. Οι αμετανόητοι τις τρέμουν, τις λοιδορούν και τις καταγγέλλουν. Αλλοι απλώς τις αγνοούν ή κάνουν ότι τις αγνοούν. Οσοι τολμούν, απλώνουν το χέρι και τις αναζητούν. Δεν τις γνωρίζουν ακόμη. Τις υποπτεύονται. Τους στήνουν καρτέρι τις ώρες της αγρυπνίας, όταν κουρασμένες οι μεταμεσονύκτιες εκπομπές πέφτουν να κοιμηθούν με ένα χασμουρητό. Τις ακούν, τις βλέπουν να αναδύονται απρόσκλητες την παράξενη ώρα όταν κάποιος άλλος, ο άγνωστος, ο μικρός προφήτης του υποσυνείδητου, μιλά μέσα μας αντί για μας, καλύτερα από μας και τολμάμε να μην ξεχάσουμε τα λόγια του.
Οι άλλες λέξεις, οι παλιές, έχουν τελειώσει. Οι φράσεις, τα κηρύγματα, οι επαγγελίες και οι καταγγελίες, οι σκανδαλολογίες και οι αερολογίες που γίνονται με τις παλιές λέξεις έχουν τελειώσει, αλλά κάποιοι ακόμη δεν το ξέρουν και γι’ αυτό κουράζουν τον αέρα φορτώνοντας τα κουρασμένα του φτερά με τις ρητορείες τους. Οι παλιές λέξεις είναι στενόχωρες, στενοχωρούν αλλά δεν χωρούν ούτε πολλή ψυχή ούτε πολύ μυαλό ούτε μια μικρή θεσούλα για τον πραγματικό εαυτό μας και τον πραγματικό άλλο. Εννοώ όχι τον χάρτινο άλλο, τον συσκευασμένο στο περιτύλιγμα του αυτονόητου, αλλά αυτόν που υπάρχει, σκέφτεται, μιλά δίπλα μας, απειλή και υπόσχεση μαζί, ελπίδα ότι μπορεί να καταφέρουμε να αρθρώσουμε τη συκοφαντημένη λέξη «εμείς» χωρίς να γίνουμε καταγέλαστοι.
Οι παλιές λέξεις δεν ήταν όλες καταγέλαστες εκ γενετής. Μπορεί πολλά χρόνια, αιώνες ή στιγμές έστω πριν, να έντυσαν γενναίες πράξεις, γεγονότα σημαντικά ή έστω ελπίδες. Αλλά τα γεγονότα εκείνα τέλειωσαν για τον λόγο ότι και αυτά, όπως και οι αληθινά ζωντανοί άνθρωποι, θέλουν να είναι μοναδικά και ανεπανάληπτα και έτσι να ανοίξουν τον δρόμο σε όσα από τύχη ή από πρόθεση ξεκίνησαν ήδη να μας συναντήσουν, είναι κιόλας εδώ, αλλά πολλοί αδυνατούν να τα ονομάσουν. Και γι’ αυτό συνεχίζουν να μιλούν στήνοντας κτίσματα, πολιτείες και επικράτειες που δεν υπάρχουν πια ή δεν υπήρξαν ποτέ.
Το χάσμα, η ρωγμή, το τραύμα είναι εδώ. Μέσα από αυτά αναδύεται, είναι ήδη παρόν αυτό που γυρεύει από μας το όνομά του. Και κανείς, ακόμη και ο πιο άξιος, δεν μπορεί να πει ότι το όνομα αυτό, τη ζητούμενη νέα λέξη την κουβαλά έτοιμη στις αποσκευές του. Ας γονατίσουμε, λοιπόν, και ας ψάξουμε σε αυτό που ακόμα είναι σκοτάδι. Μέσα στο χάσμα του σεισμού. Εκεί, μεταξύ έρωτα και ανυπαρξίας σαλεύουν και ζητούν να ενσαρκωθούν, σαν άυλα ακόμη βρέφη, οι λέξεις της ερχόμενης γλώσσας.