Η Νέα Δημοκρατία ήδη από τον Αντώνη Σαμαρά, είχε αποφασίσει να παίξει μπάλα σε ένα συγκεκριμένο γήπεδο: Αυτό του ελιτισμού. Όταν το 2012 είδαμε τον ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματική αντιπολίτευση, η τότε κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά είχε ξεκινήσει έναν παλαιού τύπου πόλεμο: Από τα ρούχα των βουλευτών, μέχρι το γεγονός πως ο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι παντρεμένος. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσισε να θέσει τις διαχωριστικές ακριβώς όπως τις νιώθει: Οι πλεμπαίοι και οι άριστοι.
Ο τρόπος που πάντοτε αναφέρεται στην αριστεία ο κ. Μητσοτάκης, θυμίζει Πλάτωνα αλλά στο νεοφιλελέ του. Για παράδειγμα, αναφερόμενος στην εκπαίδευση επιμένει: Θέλει να αξιολογήσει τους εκπαιδευτικούς -ώστε οι χαμηλότεροι στην βαθμολογία να μεταφερθούν σε πιο κακόφημα ιδρύματα ή σε ΕΠΑΛ κλπ- θέλει σχολεία που να αναδεικνύουν τους άριστους, ακόμα και τους φτωχούς, θέλουμε, όμως και να ξέρουμε που βαδίζουμε: Οι ψυκτικοί βγαίνουν από το Περιστέρι. Έτσι δομούνται οι κοινωνίες, δεν είμαστε όλοι ίσοι και δεν είναι φυσιολογικό πράγμα η ισότητα. Αυτός τα έχει πει, όχι εγώ.
Αυτό είναι η αριστεία. Η διατήρηση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης όπως την ξέρουμε. Περισσότερο άριστοι, άρα περισσότερο πλούσιοι. Να, σαν τον Κώστα Μπακογιάννη, ο οποίος προέρχεται από μία οικογένεια αρίστων που πλήρωσε το Χάρβαρντ, ώστε να μπορεί να πληρώνεται αργότερα ο ίδιος από το ίδιο κονδύλι που πληρώνει τους άριστους συγγενείς του: Το κρατικό.
Ανακύκλωση χρήματος, σα να λέμε. Επενδύουν τα χρήματα που έλαβαν ως κρατικοί αξιωματούχοι (όπως τα έλαβαν, αν μη τι άλλο) και εκείνα τους γυρίζουν πάλι πίσω. Και αυτό ακριβώς υποδεικνύει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, επιμένοντας στην αριστεία και τα καλά της: Πως μέχρι να σβήσει ο ήλιος, τα χρήματα θα γυρίζουν στους επενδυτές τους. Και το Περιστέρι θα βγάζει ψυκτικούς.
Κι οι υπόλοιποι, ας φάνε ελιές και παξιμάδι.