Ο παππούς μου έλεγε: Καλύτερα να σε ζηλεύουνε παρά να σε λυπούνται. Σκέφτομαι αυτές τις μέρες ότι τούτο ίσως θα ταίριαζε ως παρηγοριά στον ΣΥΡΙΖΑ για τις επιθέσεις που δέχεται πανταχόθεν. Η «ζήλια» εν προκειμένω δεν αφορά βέβαια ειδικά την τωρινή του κατάσταση, μετά τις ευρωεκλογές. Χωρίς να είναι και για λύπηση, τούτη κάθε άλλο παρά αξιοζήλευτη είναι προφανώς. Αναφέρομαι σε αυτό που σταθερά ήταν, είναι και -εκτός απροόπτου- θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ από τις εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 κι έπειτα. Ενα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, με στρατηγικά αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα, που ταυτόχρονα αποτελεί και κόμμα εξουσίας.
Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας Εσωτερικού, Ελληνική Αριστερά, Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας Εσωτερικού – Ανανεωτική Αριστερά, Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου, Συνασπισμός της Αριστεράς, των Κινημάτων και της Οικολογίας, Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Μια αλληλουχία εναλλαγής τίτλων και φορέων, που συνοδευόταν από μεταλλάξεις, μετεξελίξεις και επί μέρους διασπάσεις και που ξεκίνησε με τη μεγάλη διάσπαση του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος τον Φεβρουάριο του 1968. Από εκείνη τη διάσπαση μέχρι τις εκλογές του 2012 δεν θα ήταν υπερβολικά «λυρικό» να υποστηρίξουμε ότι τα θεσμικά ισχνά προαναφερθέντα πολιτικά μορφώματα κρατούσαν σε πείσμα των καιρών μια μικρή φλόγα σταθερά αναμμένη: εκείνην της δημοκρατικής και ανανεωτικής μαρξιστικής Αριστεράς. Καθόλου εύκολη υπόθεση.
Από την άλλη, δεν επρόκειτο απλώς για «ηρωικές προσπάθειες» κάποιων προσώπων. Τούτη η κατάσταση ευνοήθηκε από εκείνες ακριβώς τις συνθήκες στις οποίες αρχικά προέκυψε. Το ότι ο φορέας της ανανεωτικής Αριστεράς στην Ελλάδα γεννήθηκε από τη διάσπαση του ΚΚΕ σήμαινε δύο πράγματα, υψίστης σημασίας αμφότερα. Πρώτον, ότι το «διασπασθέν» κομμάτι παρέμεινε κομμουνιστικό, ήτοι μαρξιστικό και αντικαπιταλιστικό.
Ο κομμουνιστογενής χαρακτήρας της ανανεωτικής Αριστεράς ήταν ίσως το στοιχείο εκείνο που τη διαφοροποιούσε με τον πιο ριζικό τρόπο από τη σοσιαλδημοκρατία –και ιδίως από την άκρως οπορτουνιστική μορφή που τούτη είχε προσλάβει στην Ελλάδα ως «Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα». Δεύτερον όμως, ότι ο έκτοτε ανελέητος εκατέρωθεν ανταγωνισμός του με το «επίσημο» ΚΚΕ ήταν ο πιο αποτελεσματικός τρόπος που εκ των πραγμάτων τού εξασφάλιζε τον αντιδογματικό και αντισταλινικό του χαρακτήρα. Το ΚΚΕ για τον εκάστοτε φορέα της ανανεωτικής Αριστεράς ήταν το αέναο «παράδειγμα προς αποφυγήν». Ενα ζωντανό «χρονοντούλαπο της Ιστορίας», που μάζευε ό,τι δογματικό και αρτηριοσκληρωτικό υπήρχε στο ελληνικό αριστερό κίνημα, παροτρύνοντας άθελά του και κατ’ αντιδιαστολή την ανανεωτική Αριστερά να παραμένει αληθινά ανανεωτική. Ως προς αυτό η δεύτερη διάσπαση -του 1991- είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική.
Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ιδίως από τα μέσα με τέλη της δεκαετίας του 1970 που άρχισε η λυσσαλέα νεοφιλελεύθερη αντεπίθεση του καπιταλισμού σε όλα τα πεδία, τα κομμουνιστικά κόμματα ήταν διαρκώς αντιμέτωπα με το δίλημμα να αφομοιωθούν από το καπιταλιστικό σύστημα ή να πληρώσουν το τίμημα της μη αφομοίωσης με την περιθωριοποίησή τους. Και πράγματι τα περισσότερα κατέληξαν σε κάποια από τις δύο αυτές επιλογές. Στην Ελλάδα η όντως ασφυκτική συμπίεση του ανανεωτικού φορέα μεταξύ του δογματικού ΚΚΕ και του οπορτουνιστικού ΠΑΣΟΚ ήταν ωστόσο αυτό ακριβώς που μακροπρόθεσμα του επέτρεψε να διατηρήσει τον γνήσια αριστερό και ταυτόχρονα αντιδογματικό του χαρακτήρα.
Ισως η πιο κρίσιμη δυσκολία του ΣΥΡΙΖΑ στην παρούσα προεκλογική περίοδο είναι πως δεν έχει να πολεμήσει σε ένα μέτωπο, αλλά σε τρία. Η αντιπαράθεσή του με τη Δεξιά και την Ακροδεξιά είναι δεδομένη με ξεκάθαρους ταξικούς και ιδεολογικούς όρους. Στο μέτωπο της Δεξιάς εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ μετέχει και το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝ.ΑΛΛ. Οχι όμως μόνο επειδή η νεοφιλελευθεροποίησή του το έχει εκ των πραγμάτων οδηγήσει προς τα εκεί, αλλά επειδή έχει και «προσωπικά» με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αδύνατον να χωνέψει πως η κρίση και τα μνημόνια του αφαίρεσαν οριστικά την πρωτοκαθεδρία του μεταξύ των «προοδευτικών» δυνάμεων. Κατά συνέπεια, ενώ σε περίπου όλα τα σημαντικά ζητήματα -της Συμφωνίας των Πρεσπών συμπεριλαμβανομένης- ταυτίζεται κατ’ ουσίαν με τη Ν.Δ., αποπειράται ταυτόχρονα να ασκήσει «αριστερή» κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ. Κάποιους μπορεί να πείθει. «Θανάσιμη ζήλια» όμως αισθάνεται και το ΚΚΕ. Αποκαλυπτικό είναι πως το πρόβλημα που δεν είχε ποτέ του με το ΠΑΣΟΚ -δηλαδή να βρίσκεται εκείνο στην κυβέρνηση- το έχει με τον ΣΥΡΙΖΑ. Οχι απλώς «πρόβλημα», το ΚΚΕ θα αισθανόταν ασύγκριτα πιο άνετα με μια κυβέρνηση της Δεξιάς.
Πρακτικά τρία διαφορετικά μέτωπα σημαίνει τρεις διαφορετικές στρατηγικές εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ και συνεπώς τρεις διαφορετικοί τρόποι πιθανής απώλειας ψήφων. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι «λαϊκιστικό» κόμμα για τη Δεξιά, «συντηρητικό» για το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝ.ΑΛΛ., «συστημικό» για το ΚΚΕ.
*καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών