εφσυν / 20.03.2022, 11:03
νόρα ράλλη
Δεν θέλω να γράψω για τον Μητσοτάκη, που δείχνει το μαστιγιάκι, δίνοντας το ψιχουλάκι, με αξύριστο μουσάκι. Δεν θέλω, δεν δεν δεν και δεν! Θέλω να γράψω για τον Αρτ, για τον Ντέσμοντ, την Μπετίνα. Θέλω να γράψω για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αυτό του Ντοκιμαντέρ, που ούτε ξέρουμε τι είναι. Που νομίζουμε ότι είναι τα ζώα του ΣΚΑΪ (και είναι πράγματι τα… ζώα του ΣΚΑΪ). Θέλω να γράψω για την πόλη, που ‘χει την Ιστορία όλη και την έχει κάνει πάρκινγκ και ταινίες για κλοτσιές. Θέλω να πω για τον Θερμαϊκό που ‘χει πήξει στο… άντε, ας μην πω. Θέλω να πω για τις χαρές της, τις ωραίες ομορφιές της – μα έχει γίνει πια μουντή, άοσμη, σχεδόν νεκρή.
Δεν θέλω πια να τον ακούω. Να μου βγαίνει αξυριστούλι, καθώς είναι αρρωστούλι. Να μου λέει πως με «νιώθει» («Νιώθω τις δυσκολίες γύρω μας»), πως κι αυτός «αγωνιά» («Κατανοώ την αγωνία όταν ανοίγει ο λογαριασμός ρεύματος στο σπίτι, όταν το βλέμμα κοιτά το ράφι του σούπερ μάρκετ ή τον μετρητή της βενζίνης»). Δεν θέλω να ‘μαι η «καθεμιά» του («Θέλω να απευθυνθώ στην καθεμιά και στον καθένα σας…»). Δεν θέλω άλλη κοροϊδία, αξύριστη, με δυσωδία. Θέλω δυο λόγια ανθρωπινά. Οχι μια «φταίει η πανδημία», την άλλη «φταίει η Ρωσία», η κλιματική η αλλαγή ή ο θεός που μας μισεί – κι όλα αυτά «πρωτοφανή!».
Δεν θέλω άλλες αυταπάτες. Για σωτήρες, άλλες παρλάτες. Δεν θέλω πια «δεν φταίω εγώ». Εχεις κάνει μαλακία; Πες πως «έκανα βλακεία!». Τόσο πια κακό το έχεις το να το παραδεχθείς; Το λέω και για τον Ευκλείδη – ας τ’ ακούμε κι εμείς. Κακό ποτέ αυτό δεν κάνει… Από κοντά, πάει κι ο λαός. Νομίζει πως είναι κάποιος άλλος, μα είναι ίδιος ακριβώς! Πάντα έχει αυτός το δίκιο – μωρ’ αλήθεια; Τι μας λες! Πάντα, μόνο ότι είν’ δικό μας; Να χαρεί το απαυτό μας; Κι όλοι οι άλλοι ας πεθάνουν; Εκτός αν είναι χριστιανοί. Και λευκοί και γαλανοί. Κάτι Αϊλάν θε να ξεβράζονται – το γένος το λευκό μονάχα νοιάζονται.
Σας το λέω, δεν θέλω πια να γράφω άλλο για όλα αυτά.
Θέλω να γράψω για τον Αρτ: ψηλός, αδύνατος, με ελαφρύ στραβισμό και βραβευμένος με Πούλιτζερ. Διευθυντής εφημερίδας, στο Στορμ Λέικ της Αϊόβα. Τουτέστιν, τρεχαγυρευόπουλος… Καλαμποχώραφα έχει τριγύρω, ισπανόφωνους πολλούς, φτώχεια, κρίση και αγώνα. Αγώνα δίνει ο Πουλιτζεράτος να κρατήσει την εφημερίδα του ζωντανή. «Αν κατανοούσαμε το πόσο άρρηκτα συνδέονται η ποιότητα της δημοκρατίας μας, η παγκόσμια οικονομία και η καθημερινότητά μας με το ποια εφημερίδα επιλέγουμε να διαβάσουμε, αγοράσουμε, στηρίξουμε, όλα θα ‘ταν διαφορετικά»… Αμα σε λέω, τον ένιωσα! Αχ και πώς τον ένιωσα κι απ’ τις μουστάκες του κρεμόμουνα.
Η Μπετίνα ήταν καλλιτέχνις. Ολη της τη ζωή έμενε στο Τσέλσι Χοτέλ στη Νέα Υόρκη. Ολους τους ενοίκους του θρυλικού ξενοδοχείου τούς έδιωξαν για να το κάνουν γκλαμουράτο και πανάκριβο, μουράτο. Κάτι τσέοι με γραβάτες. Την Μπετίνα την περίμεναν να πεθάνει. Και πέθανε. Στα 94 της, πέρσι τον Νοέμβρη. Ζώντας 60 χρόνια στο Τσέλσι Χοτέλ, με ενοικιοστάσιο. «Γεννιόμαστε πρωτότυπα και πεθαίνουμε αντίγραφα» την ακούω να λέει. Το διαμέρισμά της θα νοικιαστεί για 3.000 ευρώ τη βραδιά.
Ο Ντέσμοντ Τούτου είναι ο πασίγνωστος Ντέσμοντ Τούτου. Κληρικός, αγωνιστής μια ζωή (πέθανε πέρυσι τον Δεκέμβρη), στο πλευρό του Μαντέλα επί απαρτχάιντ. Φίλος με τον Δαλάι Λάμα ήταν – άλλος μοναδικός κι αυτός. Χριστιανός ο ένας, βουδιστής ο άλλος. Θρησκευτικοί ηγέτες ολκής και να τους βλέπεις να τρολάρονται σαν 8χρονα παιδιά! Ο φακός τούς κατέγραψε σε μια κοινή τους συνέντευξη το 2015. «Θα ξεκινήσω με την Αυτού Αγιότητα, τον Δαλάι Λάμα» λέει ο δημοσιογράφος (Αμερικανός, ίδιος ο Κεν της Μπάρμπι). Τον διακόπτει ο Τούτου, γυρίζει στον Δαλάι και του λέει: «Τώρα θα πρέπει να το παίξεις Αγιος!». Κοιτάζονται και γελάνε – αχ, πώς γελάνε!
Κάγκελο έμεινε ο Κεν.