Αλκίνο, πρώτε βασιλιά, και τω λαών καμάρι, καλό ‘ναι αλήθεια τέτοιονε τραγουδιστή ν’ ακούμε, σαν πού ‘ν’ ετούτος, που θεού λες κι η φωνή του μοιάζει. 5 Τι πιο χαριτωμένη εγώ ζωή δεν ξέρω κι άλλη, παρ’ όταν όλος ο λαός τριγύρω αναγαλλιάζη, και στα παλάτια οι σύδειπνοι αράδα καθισμένοι ακούνε τον τραγουδιστή, με τα τραπέζια ομπρός τους γεμάτα κρέας και ψωμί, κι ο κεραστής σαν παίρνη
10 απ’ το κροντήρι το κρασί και χύνη στα ποτήρια. Στον κόσμο τ’ ομορφότερο λογιάζω αυτό πως είναι.
Όμως τα βαριοστέναχτα δεινά μου να ρωτήξης σου ‘ρθε λαχτάρα, πιο βαριά για να στενάζω ακόμα. Τί πρώτο να σου δηγηθώ, και τί στερνό, που μύρια
15 κακά μου δώκανε οι θεοί που κατοικούν τα ουράνια. Και πρώτα τ’ όνομά μου ας πω, κι εσείς να το γνωρίστε, κι εγώ κατόπι, το σκληρό το χάρο σαν ξεφύγω, να μείνω πάντα φίλος σας, κι ας κατοικώ μακριά σας. Είμ’ ο Δυσσέας, του Λαέρτη ο γιός, που ξέρουν όλοι οι ανθρώποι
20 τους δόλους μου, κι η δόξα μου στον ουρανό ανεβαίνει. Και κατοικώ στο λιόλουστο το Θιάκι, που έχει απάνω το Νήριτο, τρανό βουνό που σειεί αψηλά τα φύλλα, κι ολόγυρα πολλά νησιά τό ‘να κοντά ‘ναι στ’ άλλο, η Σάμη και το Δουλιχιό, κι η Ζάκυνθο η δεντράτη.
25 Ετούτη χάμου απλώνεται στα πέλαγα της Δύσης, τ’ άλλα νησιά ‘ναι ξέχωρα, στ’ ανάβλεμμα του ήλιου. Πέτρες γεμάτο, μα καλό λεβέντες για να βγάζη. Άλλο απ’ τη γης μου πιο γλυκό δεν ξέρω εγώ στον κόσμο. Με κράτησε κι η Καλυψώ, η θεά η χαριτωμένη,
30 μες στη σπηλιά της, κι άντρας της να γίνω λαχταρούσε· με κράταε στα παλάτια της η Κίρκη, η θεά της Αίας, η δολοπλέχτρα, κι άντρας της να γίνω λαχταρούσε· όμως ποτές δε γύρισαν αυτές το νου μου εμένα. Από πατρίδα και γονιούς γλυκότερο δεν έχει
35 τίποτ’ ο άνθρωπος, κι ας ζη σε πλουτισμένο σπίτι γης ξενικιάς κι απόμερης, μακριά από τους γονιούς του. Μα τώρα το πολύπαθο ταξίδι ας ιστορήσω, που ο μέγας Δίας μου όρισε σα μίσευα απ’ την Τροία.