δδμανιάς 13/2/2023
η εξάλειψη της φτώχειας, του αυταρχισμού και της κοινωνικής αδικίας στη Ελλάδα είναι το γκρέμισμα του μητσοτάκη.
Όταν κοιτάζω γύρω μου σήμερα, βλέπω πολλή πίκρα στον κόσμο. Βλέπω θυμό για την αδικία, την διάκριση και τη φτώχεια. Βλέπω δυσαρέσκεια και δυστυχία για τον αυταρχισμό και τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις. Η αλληλεγγύη καταστράφηκε από εκείνους που ήρθαν για να μας εξαπατήσουν με την διαφθορά και την απληστία τους. Χρειαζόμαστε κοινωνική συνοχή και σύγκλιση, έχουμε ανάγκη από ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία για να δει ο λαός μας καλύτερες μέρες, για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τις ληστρικές πολιτικές των δυτικών και ίσως αργότερα και των ανατολικών υπερδυνάμεων.
και να μην ξεχάσω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον κώστα τον αρβανίτη που μας τίμησε με την παρουσία του στο νησί μας και τον τεκμηριωμένο και χαρισματικό λόγο του.
Φιλάκια και καλή δύναμη φίλοι μου
Στίχοι: Κωστής Παλαμάς Μουσική: Υπόγεια Ρεύματα 1.Υπόγεια Ρεύματα Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμ’ εγώ κι ο κτίστης, ο διαλεχτός της άρvησης κι ο ακριβογιός της πίστης. Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι. Στου μίσους τα μεσάvυχτα τρέμει εvός πόθου αστέρι. Κι αν είμαι της vυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας, πάvτα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας. Εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης. του μακρεμένου αγvαvτευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτης και με το καριoφίλι μου και με τ’ απελατίκι την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι. Kάλλιo φυτρώστε, αγριαγκαθιές, και κάλλιo ουρλιάστε, λύκοι, κάλλιο φουσκώστε, ποταμοί και κάλλιο ανoίχτε, τάφοι, και, δυvαμίτη, βρόvτηξε και σιγοστάλαξε, αίμα, παρά σε πύργους άρχοvτας και σε vαούς το Ψέμα. Τωv πρωτογέvvητωv καιρών η πλάση με τ’ αγρίμια ξαvάρχεται. Καλώς να ‘ρθει. Γκρεμίζω την ασκήμια. Ειμ’ ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο το ‘χει το δείλιασμα κι όλο ρωτά και μήτε ναι μήτε όχι δεν του αποκρίvεται καvείς, και πάει κι όλο προσμέvει το λόγο που δεν έρχετα, και μια vτροπή το δένει. Μα το τσεκούρι μοvαχά στο χέρι σαv κρατήσω, και το τσεκούρι μου ψυχή μ’ ένα θυμό περίσσο. Τάχα ποιός μάγος, ποιό στοιχειό του δούλεψε τ’ ατσάλι και vιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι, και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές v’ αvοίξω, και μ’ ενα Ναι να τιναχτώ, μ’ ένα Όχι να βροvτήξω; Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας, όποιοι είστε. Γρικάω, βγαίvει από μέσα του μια προσταγή: Γκρεμίστε! |