Όταν έπεσε η νύχτα — μαζεύτηκες.
Κ’ ήρθες τόσο κοντά, που δεν άφησες χώρο
ν’ απλώνω τα χέρια μου.
(Πλάθω πέτρες να φτιάξω
κεριά της ανάστασης).
Μα δεν βλέπεις λοιπόν
πως η ώρα περνά, πως ο Θεός μου μετρά
τις μέρες, και βιάζομαι;
Πότε νάβγει ο ήλιος,
να σε στείλω, στο σύμπαν να μαζεύεις λουλούδια.
Να σε στείλω στην άνοιξη να μου φέρεις νερό.
Κ’ ήρθες τόσο κοντά, που δεν άφησες χώρο
ν’ απλώνω τα χέρια μου.
(Πλάθω πέτρες να φτιάξω
κεριά της ανάστασης).
Μα δεν βλέπεις λοιπόν
πως η ώρα περνά, πως ο Θεός μου μετρά
τις μέρες, και βιάζομαι;
Πότε νάβγει ο ήλιος,
να σε στείλω, στο σύμπαν να μαζεύεις λουλούδια.
Να σε στείλω στην άνοιξη να μου φέρεις νερό.