του: διονύση διομήδη μανιά
αναδημοσίευση
Ο γκρεμιστής
Δειλοί και κρυφοί στίχοι 1928
Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμ’ εγώ κι ο κτίστης,
ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης. Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι. Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι.
Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας, πάντα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας. εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης· του μακρεμένου αγναντευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτης και με το καριοφίλι μου και με τ’ απελατίκι την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι. Κάλλιο φυτρώστε, αγκριαγκαθιές, και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι, κάλλιο φουσκώστε, ποταμοί και κάλλιο ανοίχτε τάφοι, και, δυναμίτη, βρόντηξε και σιγοστάλαξε αίμα, παρά σε πύργους άρχοντας και σε ναούς το Ψέμα. Των πρωτογέννητων καιρών η πλάση με τ’ αγρίμια ξανάρχεται. Καλώς να ρθή. Γκρεμίζω την ασκήμια. Είμ’ ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο το ‘χει το δείλιασμα κι όλο ρωτά και μήτε ναι μήτε όχι δεν του αποκρίνεται κανείς, και πάει κι όλο προσμένει το λόγο που δεν έρχεται, και μια ντροπή το δένει Μα το τσεκούρι μοναχά στο χέρι σαν κρατήσω, και το τσεκούρι μου ψυχή μ’ ένα θυμό περίσσο. Τάχα ποιός μάγος, ποιό στοιχειό του δούλεψε τ’ ατσάλι και νιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι, και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές ν’ ανοίξω, και μ’ ένα Ναι να τιναχτώ, μ’ ένα Όχι να βροντήξω; Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας όποιοι είστε γρικάω, βγαίνει από μέσα του μια προσταγή: Γκρεμίστε!
απελάτης= βυζαντινός φρουρός των συνόρων – ζωοκλέφτης.
νοητάκι= μαγικό άλογο με υπερφυσικές ικανότητες
μακρεμένου= ξενιτεμένου απελατίκι= επιδρομή πλατωσιές= πλατώματα, πλατύ άνοιγμα, ξέφωτο
γρικάω= ακούω
“”Ο Γκρεμιστής είναι ένα ποίημα φλογερό, γενναίο, τολμηρό… ένας ύμνος στην κάθαρση, μια ωδή για αναγέννηση. Ο ποιητής πιθανώς ξαφνιάζει με την ίσως γεμάτη πάθος προσταγή: «Γκρεμίστε! » αλλά αυτή η προσταγή δεν είναι παρά η ανάγκη του ποιητή για δημιουργία.
Ήδη από τον πρώτο στίχο ο ποιητής τονίζει ότι η ιδιότητα του «γκρεμιστή» είναι συνυφασμένη με αυτήν του «κτίστη», το γκρέμισμα είναι η προϋπόθεση της δημιουργίας, αλλά και η πρόθεση για δημιουργία είναι η προϋπόθεση για τον γκρεμιστή.
Για τον ποιητή, το γκρέμισμα δεν είναι μία άλογη απόρροια ενός βίαιου μηδενισμού (όπως με μια απρόσεχτη ανάγνωση μπορεί να νομίσει κανείς ), αλλά είναι μία ενέργεια που απαιτεί πίστη, «νου και καρδιά και χέρι». Δηλαδή ο ποιητής με την προσταγή: «Γκρεμίστε!», δεν προτρέπει στην άκριτη (και υλική) καταστροφή αλλά στην κατεδάφιση της ασχήμιας και του ψευδους που κυριαρχεί πλέον σχεδόν σε κάθε τι ανθρώπινο, «σε πύργους και σε ναούς». Για τον ποιητή/ κτίστη, θεμέλιο πρέπει να είναι η ίδια η αλήθεια της φύσης, «των πρωτογέννητων καιρών η πλάση με τα αγρίμια», και έτσι δεν προτρέπει σε έναν οπισθοδρομισμό αλλά σε μια ηθική και κοινωνική αναγέννηση, η οποία μπορεί να έρθει μόνο με την κατεδάφιση των πλέον αλλοτριωμένων σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων («τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά») και το εκ νέου κτίσιμό τους, αντλώντας από τις πρωταρχικές ανάγκες που ώθησαν τον άνθρωπο σε κοινωνία.
Ο ποιητής νοιώθει αποστροφή και θυμό αλλά αν και βρίσκεται στα μεσάνυχτα του μίσους πάντα κοιτάζει προς το φως το απόμακρο της μέρας…με αυτόν τον τρόπο ότι γκρεμίζει, το γκρεμίζει με ελπίδα και μόνο έτσι καταφέρνει να γίνεται και ο κτίστης. Με λίγα λόγια μόνο με ελπίδα, ελευθερία από κάθε κηδεμονία («Καβάλα στὸ νοητάκι μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε…») και στόχους για κάτι καλύτερο και πιο αληθινό μπορεί να γκρεμιστεί η ασχήμια και το ψεύδος, αλλιώς – αν και δεν το λέει ο Παλαμάς – το «γκρέμισμα» γίνεται μάλλον αυτοκαταστροφικό….””
Η επικαιρότητα των στίχων του Παλαμά ως προς την κατάσταση που βιώνουμε ως κράτος και κυρίως ως πολίτες, νομίζω ότι έγκειται στην ανάγκη μιας νέας αρχής. Όχι όμως “γκρεμίζοντας” συν-θέμελα, αλλά μέχρι τα θεμέλια. Οτιδήποτε σαθρό, σκουριασμένο, μουχλιασμένο, άχρηστο, κακοφορμισμένο πρέπει να γκρεμιστεί και στα θεμέλια της ιστορίας μας, της παράδοσής μας, του πολιτισμού μας και χρησιμοποιώντας τις καλές ιδιότητες της φυλής μας να κτίσουμε το καινούριο.