Δεν είναι η ζωή που φεύγει, είναι το όνειρο που μένει μισογκρεμισμένο πίσω από ελπίδες, πίσω από παλιές φωτογραφίες, πίσω από την όμορφη Ελένη, πίσω από τις Τροίες, κάπου στην Ιθάκη, πάντα αργεί η αγάπη, έρχεται στο τέλος με σπασμένο το καράβι από ταξίδια, μέσα από την πιο κακή συνήθεια, μέσα από το ψέμα που αγάπησε η αλήθεια, στην Αφροδίτη των ματιών σου, στο ανείπωτο το μυστικό σου, στο φθαρμένο είδωλό σου, στο εγώ σου, το πέλαγος του κόσμου, την ανάσα μίας γης πίσω από τις κόρες των ματιών σου, λίγο πιο κάτω από τον Άδη, εκεί που ανταμώνονται τα λάθη με του Κέρβερου το χάδι, εκεί που δεν είμαστε μόνοι, στον ουρανό αστέρι ο,τι πληγώνει και ο έρωτας σεντόνι, όπως τα νιάτα δραπετεύουν, όπως τ’ αποδημητικά πουλιά που την άνοιξη ταξιδεύουν, οι χειμώνες στέκουν σαν Πηνελόπες, κλέβουνε από το δάκρυ της τελευταίας θλίψης σταγόνες, δεν είναι ανάσα, είναι αναπνοή βαθιά κομμένη από του ουρανού την στράτα, στο μικρό σου γέλιο, εκεί που ξεκινούν σχεδόν τα πάντα, για πάντα και ποτέ δεν κράτησε απολύτως τίποτε, σαν τα ρολόγια που όλο τρέχουν, τα μισά που άλλο μισό δεν έχουν, τα λόγια που μας πλανεύουν, οι αναμνήσεις χορεύουν τον στερνό χορό με τύψεις και ξαπλώνουν μ’ ενοχές στο κρεβάτι που θα τις ρίξεις, είναι το δάκρυ της μητέρας, το τέλος της ημέρας, όλοι μέσα μας αναθρέφουμε τέρας που χορταίνει από τα πάθη μας, από την κάθε πίκρα, εθισμός Λερναία Ύδρα, είδα την μια φορά να γίνονται εκατό και πώς να πω ότι το άπειρο απέχει μονάχα ένα λεπτό, ο θάνατος στέκει επάνω στη ζωή, την γονατίζει, κάθε μέρα της προσφέρει ηδονή μέσα απ’ τους πιο κρυφούς μας φόβους, κομμάτια των ψυχών που περιφέρονται αδέσποτα σε δρόμους και ρόλους μες το σανίδι αυτής της πόλης, ηθοποιοί και σάτυροι υποκρίνονται για μια ψίχα αγάπη και θα ‘ρθεις μ’ ένα σενάριο της μοίρας, θα γράφει τ’ όνομά μου, κι εγώ θα σ’ έχω ήδη ζωγραφίσει στα χαρτιά μου, θα μοιάζει με αστείο, κι ίσως να είναι πλάκα αφού πρόκειται να μας κάψει του ονείρου μας η λάβα, στο κήπο από μπετόν που έμειναν λουλούδια και ανθίζουνε μέσα από τα πιο όμορφα τραγούδια, μιλάνε οι θνητοί, σαν να ‘πιναν το νέκταρ στου Ολύμπου τη γιορτή, σαν του Παράδεισου αυλή μοιάζει το σ’αγαπώ όταν το ακούς μες τη σιωπή, ίσως αυτή η μέρα αργεί, ίσως να μην μας βρει μαζί, ίσως και να μην ‘ρθει.
editing: d. d. manias