Οι Κεφαλονίτες γνωρίζουν καλά τη συνταγή της σκληρής προσπάθειας
Του ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ Α. ΡΗΓΑΤΟΥ γιατρού-συγγραφέα
Δεν είναι η πρώτη φορά που η οργή του Εγκέλαδου ξεσπά στην Κεφαλονιά. Από τον 17ο αιώνα και μετά η βιβλιογραφία και η συλλογική μνήμη έχουν διασώσει πολλούς καταστροφικούς σεισμούς: του 1636, του 1658, του 1767, του 1867 κ.ά. Ομως ο κόσμος θυμάται την πιο πρόσφατη καταστροφή, εκείνη του Αυγούστου 1953 που, εκτός από την Κεφαλονιά και την Ιθάκη, ισοπέδωσε και τη Ζάκυνθο.Μια εκτεταμένη καταστροφή όπως αυτή των σεισμών κατά κανόνα συνεπάγεται βλάβες στην υγεία και απώλειες ζωής. Ευτυχώς (και σε αντίθεση με τους προηγούμενους σεισμούς) δεν είχαμε αυτή τη φορά τέτοια συμβάντα. Ομως ο φόβος και -κυριολεκτικά- ο τρόμος που βιώνει ο πληθυσμός έχει σοβαρές ψυχολογικές και συναισθηματικές επιπτώσεις. Η απώλεια της εστίας, η ανασφάλεια και η ανησυχία, η στέρηση των αναγκαίων προσωπικών αντικειμένων, οι ταλαιπωρίες διαμονής, ύπνου, σίτισης κ.λπ. αποτελούν εξαιρετικά επώδυνη ψυχοτραυματική και εξουθενωτική διαδικασία. Και η διαβίωση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες.
Στους σεισμούς του 1953 ισοπεδώθηκαν και σε μεγαλύτερη μάλιστα έκταση πόλεις και χωριά, τα σπίτια που γεννήθηκαν κι έζησαν οι άνθρωποι, αλλά και τα δημόσια κτήρια. Οι δρόμοι είχαν καταστραφεί σε μήκος, όπως υπολογίστηκε, 1.000 χιλιομέτρων, όπως και κάθε άλλη υποδομή. Εκκλησίες και μοναστήρια εκπληκτικής αρχιτεκτονικής αλλά και πολλά έργα τέχνης σε σπίτια και ιδρύματα χάθηκαν οριστικά, εκτός από τις αποτυπώσεις τους και την ανθρώπινη μνήμη. Το ίδιο το τοπίο άλλαξε σε πολλές περιπτώσεις, είτε από πτώσεις, κατολισθήσεις, επιχώσεις κ.λπ., είτε από τη νέα πολεοδομική δραστηριότητα.
Οι Κεφαλονίτες έζησαν επί αιώνες σε συνθήκες δύσκολες, που απαιτούσαν σκληρή και συστηματική δουλειά για να εξασφαλίσουν την επιβίωση. Αγρότες με μικρούς κλήρους γης, μικροκαλλιεργητές που μεγάλωναν την έκτασή τους φτιάχνοντας αρμάκια, δηλαδή πεζούλες, συχνά με χώμα φερτό. Κτηνοτρόφοι, ψαράδες και ναυτικοί που γύριζαν τον κόσμο. Μετανάστες, που δημιούργησαν τη ζωή και την προκοπή τους σε ξένους τόπους, από τους παγωμένους πόλους μέχρι την κεντρώα Αφρική. Και επιστήμονες, με μεγάλη προσφορά και διεθνή αναγνώριση, που την πέτυχαν με τη γνωστή «συνταγή» της σκληρής, της επίμονης και της συστηματικής εργασίας. Με αυτή την «παράδοση» και με την καθημερινή εφαρμογή της πορεύονται μέχρι σήμερα οι Κεφαλονίτες.
Με αυτό το χαρακτηριστικό τους γνώρισμα, την εργατικότητα, σε συνδυασμό με την επιμονή τους, την υπομονή και την προσήλωση στο στόχο, ξανάχτισαν κάθε φορά τον τόπο τους, αρχίζοντας πάντα από το μηδέν. Ακόμα και εκείνοι που έφυγαν για άλλους τόπους έβαλαν στόχο τους να ξαναχτίσουν το πατρικό τους σπίτι, να ενισχύσουν την κατασκευή των δημόσιων κτηρίων, να ξανακάνουν το χωριό, την πόλη τους, το νησί τους όχι όπως ήταν πριν, αλλά καλύτερο. Και να σβήσουν από την καρδιά τους τον πόνο από την καταστροφή, την ανασφάλεια για επόμενο χτύπημα, τις δυσκολίες και τις στερήσεις για μια νέα μεγάλη δαπάνη.
Διδακτικό είναι το παράδειγμα που μας άφησε ο Ανδρέας Λασκαράτος για τη δική του αγαπημένη εξοχική κατοικία που γκρεμίστηκε στους σεισμούς του 1867: «Τότες όμως βρισκόμουνα σε τέτοιες συνθήκες, που δεν μπορούσα να σκεφθώ, παρά τις επείγουσες ανάγκες της οικογένειάς μου, και το φτωχό μου σπιτάκι […] εγκαταλείφθηκε να ερειπωθεί». Ο Γ.Γ. Αλισανδράτος (1962) μάς δίνει τη συνέχεια: «Αργότερα όμως καλυτέρεψαν τα πράγματα και μπόρεσε να το ξαναχτίσει – νοικοκυρεμένο, αλλά μικρότερο από ό,τι ήταν πριν».
Ετσι και τώρα η πατρίδα του Λασκαράτου, το Ληξούρι, η χερσόνησος της Παλικής, η Κεφαλονιά ολόκληρη θα ξαναχτιστούν, πιο όμορφα και πιο ανθεκτικά από πριν, όπως έγινε και στο παρελθόν, γι’ αυτόν και για άλλους τόπους. Ετσι που θα δικαιωθεί και πάλι ο Δ. Σολωμός που γράφει:
«Το χάσμα π’ άνοιξ’ ο σεισμός κι ευθύς εγιόμισ’ άνθη».