Η μνήμη είναι αυτή που μας ορίζει ως ανθρώπους. Δίχως μνήμη είμαστε ζωντανοί, αλλά δεν έχουμε ταυτότητα. Τα τελευταία χρόνια, μετά την e-επανάσταση, έχει επικρατήσει να θεωρούμε τον εγκέφαλο μας ως έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή. Έτσι υπάρχει η παρανόηση ότι οι αναμνήσεις είναι αποθηκευμένες σε συγκεκριμένα μέρη του εγκεφάλου, μία-μία και ξεχωριστά, και ότι μπορούμε να τις αναπαράγουμε αναλλοίωτες, όπως μπορείς να παρακολουθήσεις ξανά και ξανά ένα βίντεο που έχεις αποθηκευμένο στον σκληρό σου δίσκο, στο φάκελο «Ολυμπιακοί Αγώνες 2004».
Ο Ίσραελ Ρόζενφιλντ, στο βιβλίο του «Η εφεύρεση της μνήμης», υποστηρίζει ότι η μνήμη είναι μια δυναμική και ολιστική διαδικασία.
Ότι δεν βασίζεται πάνω σε σταθερές εικόνες (έννοιες), αλλά σε αναδημιουργίες ή φαντασίες. Για να υπάρχει η αίσθηση της ανάμνησης φαίνεται ότι είναι απαραίτητος ένας συγκινησιακός σύνδεσμος (μια κάποιου τύπου μεταιχμιακή δραστηριότητα).
Το παρελθόν οικοδομείται με βάση το παρόν.
Και στη διαδικασία αυτή συμμετέχει ολόκληρος ο εγκέφαλος, όχι μόνο οι «συγκεκριμένοι νευρώνες» όπου υποτίθεται ότι έχουν αποθηκευτεί ξεχωριστά όλες οι εικόνες-έννοιες-λέξεις-πρόσωπα-μυρωδιές-κινήσεις-μελωδίες (κλπ) που θυμόμαστε.
Καμία λέξη ή εικόνα (κλπ) δεν ανασύρεται αυτόνομα, ανεξάρτητα από άλλες λέξεις, εικόνες (κλπ).
Όταν σκεφτόμαστε την έννοια «άλογο» ή «ποδήλατο» δεν βλέπουμε τη λέξη γραμμένη ούτε μια εικόνα του Αλόγου, όπως πλατωνικά και έξω από την ανθρώπινη νόηση υποτίθεται ότι υπάρχει αυτή. Μαζί με το «άλογο» έρχονται δεκάδες και εκατοντάδες συνδεδεμένες έννοιες-εικόνες κλπ.
Άλογα υπάρχουν πολλά, «άλογο» μόνο ένα.
Μόνο οι άνθρωποι που διαλογίζονται για πολλά χρόνια υποστηρίζουν ότι μπορούν να σκεφτούν ένα «άλογο», να συγκεντρωθούν σε ένα «άλογο», χωρίς ο νους τους να παρεκκλίνει προς οτιδήποτε άλλο.
Εμείς, οι απλοί άνθρωποι, αν μας ζητηθεί να σκεφτούμε ένα ποδήλατο, μπορεί να θυμηθούμε το ποδήλατο που αγοράσαμε πριν λίγους μήνες και μας έκλεψαν ή το ποδήλατο του Ντε Σίκα (που επίσης κάποιος το έκλεψε) ή το ποδήλατο που θέλουμε να πάρουμε στο παιδί μας ή το πρώτο μας ποδήλατο χωρίς βοηθητικές ρόδες –καθώς και το φόβο που νιώσαμε όταν το επιχειρήσαμε για πρώτη φορά, όταν πέσαμε, το χτυπημένο μας χέρι, τη μητέρα να μας βάζει οινόπνευμα.
Όμως και αυτή η αναβίωση του τσουξίματος που προκάλεσε το οινόπνευμα δεν είναι παρά η αναδημιουργία της ανάμνησης, προσαρμοσμένης στα νέα δεδομένα (τώρα στα παιδιά βάζουμε betadin που δεν τσούζει. Αλήθεια, τότε δεν υπήρχε;)
Θα ήταν ένα καλό πείραμα αν βιντεοσκοπούσαμε μια στιγμή από την ηλικία των 6 μας χρόνων και δεν τη βλέπαμε για 30 χρόνια. Η πραγματικότητα (καθώς και αυτό που θα είχε καταγραφεί στο βίντεο, το οποίο θα ήταν πολύ σχετικό με αυτήν αν και όχι απόλυτα πραγματικό) δε θα είχε καμία σχέση με αυτό που θα θυμόμασταν.
Αυτή τη δυναμική διαδικασία της μνήμης την αντιμετώπισα επιστρέφοντας στα μέρη όπου είχα να βρεθώ από παιδί. Ιδιαίτερα στις παραλίες όπου είχα κάνει μπάνιο μία-δύο φορές τότε -τότε που το αντιηλιακό δεν ήταν απαραίτητο (ή μήπως μας έβαζαν και δεν το θυμάμαι;)
Στο Τολό θυμόμουν μια παραλία απ’ όπου μπορούσες να δεις την Ακροναυπλία. Πράγμα αδύνατον τελικά, εκτός και αν τα τελευταία τριάντα χρόνια μετακινήθηκαν τα όρη και οι θάλασσες.
Στον Καϊάφα θυμόμουν μια λαοθάλασσα, να βουτάει στη θάλασσα. Επιστρέφοντας βρήκα ένα έρημο τοπίο, που σε τίποτα δεν έμοιαζε με αυτό που είχα στο μυαλό μου.
Από όλα όσα θυμόμουν το μόνο που έμεινε αναλλοίωτο ήταν ο ιερός χώρος της Αρχαίας Ολυμπίας. Όχι αναλλοίωτο, υπερβάλω, αλλά πολύ κοντά στην εικόνα που είχα.
Το στάδιο σίγουρα δεν είχε αλλάξει καθόλου. Μπήκα και έκανα έναν αγώνα με τον Τηλέμαχο. Με κέρδισε, αφού αυτός δεν καπνίζει, και τα 2Χ194 μέτρα είναι πάρα πολλά για τα μαυρισμένα πνευμόνια μου.
Μετά καθίσαμε κάτω από τη παχιά σκιά ενός πεύκου στις εξέδρες και παρατηρούσαμε τους τουρίστες να κάνουν κι αυτοί αγώνες.
«Άκουγα» τη μουσική από τους Δρόμους της Φωτιάς, θυμόμουν και την ιστορία για εκείνον τον ολυμπιονίκη που μπήκε στο στάδιο με ένα μοσχάρι στους ώμους.
Ο Μίλων από τον Κρότωνα της Ιταλίας ήταν αθλητής του παγκρατίου (και μαθητής του Πυθαγόρα!). Το παγκράτιο ήταν ένα άθλημα-πολεμική τέχνη, όπου επιτρέπονταν τα πάντα: Λακτίσματα, γροθιές, λαβές, αγκωνιές, γονατιές, πάλη στο έδαφος, κάτι σαν τους σύγχρονους αγώνες πάλης χωρίς κανόνες (και χωρίς γάντια, παρακαλώ).
Τα μόνα που απαγορεύονταν ήταν το βγάλσιμο των ματιών (γιατί άραγε;), το χτύπημα στα γεννητικά όργανα (άσε που ήταν και γυμνοί) και οι δαγκωνιές (για να μην τρώνε τα αυτιά των αντιπάλων).
Ο Μίλων επινόησε την εξελικτική προπόνηση (κάπως αλλιώς το λένε αυτό). Πήρε ένα νεογέννητο μοσχαράκι και έτρεχε με αυτό κάθε μέρα στο δάσος. Το μοσχαράκι πάχαινε μέρα με τη μέρα, δυο-τρία κιλά (δεν ξέρω πόσο γρήγορα τρέφει ο ήλιος τα μοσχάρια), αλλά ο αθλητής δεν καταλάβαινε τη διαφορά, αφού κουβαλούσε το ίδιο μοσχάρι κάθε μέρα.
Έτσι, την ημέρα των αγώνων, τέσσερα χρόνια μετά, μπήκε στο στάδιο κουβαλώντας ένα μοσχάρι που μόνο οι κτηνοτρόφοι μπορούν να μας πουν πόσο περίπου ζύγιζε. Εννοείται ότι κέρδισε. Ο αντίπαλος του θα έβαλε τα κλάματα μόνο που τον είδε.
Και το άσχημο σημείο της ιστορίας: Μετά την νίκη του ο αχάριστος ολυμπιονίκης έσφαξε το μοσχάρι και το έφαγε μόνος του.
Μετά τον αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας είχε σειρά το μουσείο.
Εκεί μέσα νιώθεις να κόβονται τα γόνατα σου όταν βρίσκεσαι μπροστά στα γλυπτά των αετωμάτων του ναού του Δία. Ευτυχώς αυτά δεν τα πήραν οι Βρετανοί για να τα προστατέψουν από τους βάρβαρους αυτόχθονες.
Το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός, ένα από τα εφτά θαύματα του κόσμου, δυστυχώς δεν σώζεται.
(Φαντάζομαι κάποιον αρχαιοκάπηλο να μπαίνει σε ένα αρχαίο «Αγοράζουμε χρυσό» και να κουβαλάει ένα δάχτυλο του Διός.
«Πόσα δίνεις γι’ αυτό;»
«Τρεις μνες».
«Μόνο; Αξίζει τουλάχιστον δέκα.»
«Άκου, φιλαράκι. Ή άστο ή φύγε.»)
Αλλά είναι ένα άλλο έκθεμα που σε κάνει να μένεις άφωνος.
Ο Ερμής του Πραξιτέλη, η επιτομή της ομορφιάς.
Πριν πολλά χρόνια είχα βρεθεί στη Φλωρεντία. Γοητεύτηκα από τα πρωτότυπα του Ουφίτσι, όπου μπορούσες να δεις την Αφροδίτη του Μποτιτσέλι σχεδόν γυμνή μπροστά σου.
Μετά ήταν η σειρά του Δαβίδ.
Τουρίστες από όλον κόσμο θαύμαζαν το αριστούργημα του Μικελάντζελο.
Αλλά εγώ χαμογελούσα και ήθελα να τους πω:
«Έχω δει το πρωτότυπο».
Ο Δαβίδ είναι υπέροχος, είναι κάτι παραπάνω από μεγαλειώδης, είναι θεϊκός. Αλλά ο Ερμής του Πραξιτέλη είναι… Πως μπορείς να περιγράψεις με λέξεις κάτι τόσο τέλειο; Μάλλον ο Ερμής είναι ανθρώπινος.
Ο Μικελάντζελο έφτιαξε έναν άνθρωπο να μοιάζει με θεό. Ο Πραξιτέλης έφτιαξε έναν θεό να μοιάζει με άνθρωπο. Όχι απλώς να μοιάζει, να είναι άνθρωπος.
Να έχει στο πρόσωπο του μια αμφίθυμη διάθεση, λες και γνωρίζει το εφήμερο των θείων, σαν να ξέρει ότι οι άνθρωποι σύντομα θα πάψουν να τον λατρεύουν, σαν να διαισθάνεται την πίκρα της θνητότητας.
Ο Δαβίδ είναι αυτάρεσκος, γνωρίζει πόσο όμορφος είναι, γνωρίζει ότι θα νικήσει το Γολιάθ. Ο Δαβίδ είναι η έπαρση της Αναγέννησης.
Ο Ερμής είναι κουρασμένος, χωρίς τη λάμψη του Χρυσού Αιώνα, λίγο πριν το τέλος, λίγο πριν τους Ρωμαίους, αλλά αποδέχεται τη μοίρα του, στωικά, στοχαστικά. Ο Ερμής είναι το γνώθι σαυτόν της ελληνιστικής περιόδου.
Και ίσως τις μέρες που ο Πραξιτέλης σμίλευε το μάρμαρο, ο Μένανδρος να σμίλευε τις λέξεις.
Το παρελθόν οικοδομείται με βάση το παρόν… Αλλά όχι για τα παιδιά.
Για πρώτη φορά βρέθηκα ως πατέρας στο σπίτι που πήγαινα ως εγγονός. Η ρεματιά δίπλα στο σπίτι, όπου παίζαμε από το πρωί μέχρι το βράδυ, μου φάνηκε ιδιαζόντως επικίνδυνη. Δεν άφηνα τον Τηλέμαχο ούτε να πλησιάσει, καθώς φανταζόμουν δηλητηριώδη ερπετά και μολυσμένα ποντίκια να ελλοχεύουν στη βλάστηση.
Κι όμως… Εμείς, τότε, την κατεβαίναμε με κοντά παντελονάκια.
Δεν τον άφηνα να μπει στο κοτέτσι (αν είναι δυνατόν να τον αφήσω!), όπου εμείς ξημεροβραδιαζόμασταν ψάχνοντας για αυγά.
Και το χωριό, που τότε μου φαινόταν δαιδαλώδες και μυστηριακό, μου φάνηκε πολύ… μικρό.
Ο Τηλέμαχος ήταν ενθουσιασμένος και ούτε πρόσεχε πόσο πολλή ζέστη έκανε. Αλλά, αν θυμηθώ τον εαυτό μου ως εφτάχρονο, ποτέ δεν έκανε ζέστη στο χωριό ή μάλλον, ποτέ δεν με ένοιαξε αν κάνει ζέστη. Είχα πολύ σημαντικότερα πράγματα να ασχοληθώ.
Για άλλη μια φορά σε αυτό το οδοιπορικό, αντιλήφθηκα ότι μόνο τα παιδιά μπορούν να «δουν» αυτόν τον κόσμο, το μικρό, ως μέγα. Εμείς, οι πατεράδες πλέον, είμαστε απασχολημένοι με άλλα πράγματα, πολύ πιο μικρά, πολύ πιο μικρά.
Τη ζέστη, την εφορία, την πολιτική κατάσταση, την οικονομική κατάσταση, την αισθητική, την καθαριότητα, την υγιεινή, τις αναμνήσεις (κλπ).
Ενώ εκείνα ασχολούνται με τα παγωτά, το παιχνίδι, τους φίλους, τα ζώα, την αγάπη (κλπ).
Για τα παιδιά το παρόν οικοδομείται με βάση το παρόν, αυτή είναι η αλήθεια.
Ενώ εμείς ζούμε χαμένοι ανάμεσα στις αναμνήσεις μας, τους φόβους μας και τις ελπίδες μας.
Χαμένοι στο χρόνο ζούμε εμείς, ενώ τα παιδιά απολαμβάνουν τη ζωή.
«Ξυπνήστε με όταν φτάσουμε στη γέφυρα», είπε ο Τηλέμαχος και εννοούσε τη γέφυρα Ρίου-Αντίρριου, για την οποία τόσα είχε ακούσει.
Έπειτα έκλεισε τα μάτια και αποκοιμήθηκε.
Καθώς οδηγούσα και πρόσεχα για όλους αυτούς τους ηλίθιους που μπαίνουν στο αντίθετο ρεύμα, προκειμένου να κερδίσουν πέντε λεπτά, θυμήθηκα πόσο μου άρεσε να κοιμάμαι στην πίσω θέση του αυτοκινήτου, όταν κάναμε μεγάλες διαδρομές.
Θυμήθηκα και την απάντηση ενός κοριτσιού, όταν την ρωτάγανε οι «μεγάλοι» τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει.
«Πάλι παιδί», έλεγε εκείνη, σαν να ήξερε πόσο ακριβά θα είναι τα διόδια στη γέφυρα.