του: διονύση διομήδη μανιά
φίλε νίκο λουράντο
θα θελα κι εγώ, σα γέροντας, δυο λόγια να σου είπω,
που δεν θα τα βρεις γραμμένα κι εύκολα δεν θα τα πεις.
- ξεμπαρκάρισα, θυμάμαι ήταν καλοκαίρι, πήγα να δω τον νόνο μου
καθίσαμε στη ταράτσα μου σφιξε και του έσφιξα το χέρι, ήταν 97 χρονών.
βλέπεις έχω ακόμα δύναμη, γεννήθηκα το 1891, πολέμησα σε τρεις πολέμους.
κουράστηκα όμως, με ταλαιπωρεί τούτο το σαρκίον, τούτο το κουφάρι.
θέλω σιγά-σιγά κι εγώ να ησυχάσω, καλά έζησα εγγονέ.
πέθανε μετά από δυο χρόνια, θυμάμαι τσι τελευταίες μέρες του, δεν μπορούσε να πεθάνει, έβαζε δύναμη.
τέλος πάντων άλλο θέλω να σου πω.
- ο θεσμός των γερόντων είναι πανάρχαιος, ίσως είναι αρχαιότερος των ανθρώπων, ίσως επιβλήθηκε δεν ξέρω από ή πως.
ο θεσμός της γερουσίας υπάρχει και σήμερα, αλλά είναι ευτελισμένος.
έψαχνα να βρω τι ήταν αυτό που οδήγησε τις αρχαίες κοινωνίες να εφαρμόσουν αυτό τον θεσμό, δεν βρήκα τίποτα, κι έβαλα λίγο το μυαλό μου να δουλέψει.
- σκέφθηκα λοιπόν ότι ο άνθρωπος όσο μεγαλώνει τόσο αποβάλει τις ανθρώπινες αδυναμίες, τόσο λιγότερο ενδιαφέρεται για τα προσωπικά του συμφέροντα, τόσο πιο εύκολα βλέπει την αλήθεια.
- ο νόνος μου, ξέχασα να σου πω, ήταν πάντα δεξιός, πάντα συζητούσαμε πολιτικά, πάντα διαφωνούσαμε, εκείνη την ημέρα που ανέφερα πιο πάνω μου είπε κι αυτό, εγγονέ πάντα πίστευα σε βασιλιάδες κι άρχοντες, μα έκανα λάθος και τώρα είναι αργά για μένα.
- οι νέοι φοβούνται για την ζωή, ο φόβος του θανάτου (ανασφάλεια) η φύση τους δεν τους αφήνει να φτιάξουν σωστή κοινωνία, καταστρέφουν τα παιδιά τους πιστεύοντας ότι αν τους αφήσουν λεφτά, σπίτια, περιουσίες, τα μορφώσουν, θα τα διασφαλίσουν, με το συγγνώμη όμως, όλα αυτά είναι παπαριές, είναι εγωιστικές ανοησίες, είναι το πάθος για διάκριση, είναι τα κατάλοιπα της φτώχειας φίλε μου, και ξέρεις πολύ καλά ότι μόνο μια σωστή δίκαια κοινωνία μπορεί να διασφαλίσει το μέλλον των παιδιών τους.
σε χαιρετώ φίλε
και δεν σου κρύβω θα χαιρόμουν ν ακούσω την άποψή σου για τα προαναφερθέντα γιατί δεν είναι κόπι πάστε και δεν τα έγραψα για να γελάσει το χειλάκι μας.