Απόσπασμα από το βιβλίο Walden ή Η ζωή στο δάσος του Henry D. Thoreau
Το πρώτο καλοκαίρι δε διάβασα βιβλία σκάλιζα το χωράφι μου για να φυτέψω φασολιές. Ή, μάλλον, συχνά έκανα κάτι καλύτερο από αυτό. Υπήρχαν φορές που δεν μπορούσα να θυσιάσω το μεγαλείο κάποιας συγκεκριμένης στιγμής για χάρη οποιασδήποτε δουλειάς, είτε χειρωνακτικής είτε πνευματικής. Μου αρέσει να έχω μεγάλα περιθώρια στη ζωή μου. Κάποιες φορές, τα πρωινά του καλοκαιριού, μετά το συνηθισμένο μπάνιο μου, καθόμουν στο ηλιόλουστο κατώφλι μου από την αυγή ως το μεσημέρι, βυθισμένος στην έκσταση της ονειροπόλησης, ανάμεσα στα πεύκα , τις καρυές και τα σουμάκια, μέσα σε μια μοναξιά και μια ησυχία που τίποτα δε διέκοπτε, ενώ τριγύρω τα πουλιά τραγουδούσαν ή φτερούγιζαν αθόρυβα καθώς περνούσαν μέσα από το σπίτι. Ώσπου ο ήλιος που άρχιζε να πέφτει από το δυτικό μου παράθυρο ή ο θόρυβος που έκανε το κάρο κάποιου ταξιδιώτη στη μακρινή δημοσιά μου θύμιζε το πέρασμα του χρόνου. Μεγάλωνα τις ώρες εκείνες, όπως μεγαλώνει το καλαμπόκι μέσα στη νύχτα – και αυτό ήταν για μένα κάτι πολύ πιο ευεργετικό από οποιαδήποτε χειρωνακτική εργασία. Δεν ήταν χρόνος που αφαιρούνταν από την ζωή μου αλλά, αντίθετα, χρόνος που προσετίθεντο σ΄ εκείνον που μου είχε ορίσει η μοίρα. Συνειδητοποίησα τι ακριβώς εννοούν οι Ανατολίτες όταν αναφέρονται στο διαλογισμό και στην εγκατάλειψη των εργασιών. Τον περισσότερο καιρό δεν ασχολιόμουν με το πώς περνούν οι ώρες. Η ημέρα προχωρούσε σαν να είχε μοναδικό σκοπό να φωτίσει κάποια δική μου εργασία τη μια στιγμή ήταν πρωί και ορίστε, έπειτα από λίγο ήταν βράδυ, χωρίς να έχω καταφέρει τίποτα το αξιομνημόνευτο. Αντί να τραγουδώ κι εγώ σαν τα πουλιά, χαμογελούσα σιωπηλά με την αδιάκοπη καλή μου τύχη. Όπως εγώ άκουγα το τιτίβισμα του σπουργίτη που καθόταν στην καρυά μπροστά στην πόρτα μου, έτσι και εκείνος μπορεί να άκουγε να βγαίνει μέσα από τη φωλιά μου το πνιχτό μου γελάκι και το υπόκωφο τραγούδισμά μου. Οι ημέρες μου δεν ήταν οι ημέρες της εβδομάδας, δεν έπαιρναν το όνομά τους από παγανιστικές θεότητες, δεν ψιλοκόβονταν σε ώρες, ούτε τις ροκάνιζαν οι χτύποι του ρολογιού. Γιατί ζούσα όπως οι Ινδιάνοι Πούρι, για τους οποίους λένε ότι «για το χθες, το σήμερα και το αύριο δεν έχουν παρά μόνο μια λέξη και τη διαφορά στο νόημα την εκφράζουν δείχνοντας πίσω για το χθες, μπροστά για το αύριο και προς τα πάνω για το σήμερα». Δεν αμφιβάλλω ότι για του συχωριανούς μου δεν ήμουν παρά ένας αργόσχολος αν όμως με είχαν κρίνει τα πουλιά και τα λουλούδια με τα δικά τους μέτρα και σταθμά, δε θα με είχαν βρει κατώτερό τους. Είναι αλήθεια πως ο άνθρωπος πρέπει να αναζητά τα ενδιαφέροντά του μέσα του. Η ημέρα από τη φύση της είναι πολύ ήρεμη και δεν πρόκειται να τον κακολογήσει για την οκνηρία του.
Αυτός ο τρόπος ζωής είχε τουλάχιστον ένα πλεονέκτημα σε σύγκριση με τις ζωές όσων ήταν υποχρεωμένοι να ψάχνουν αλλού για ψυχαγωγία, στις παρέες και στα θέατρα: η ίδια η ζωή μου είχε γίνει η ψυχαγωγία μου και ποτέ δεν έπαυε να μου χαρίζει κι από κάτι καινούργιο. Ήταν ένα θεατρικό έργο με πολλές πράξεις και χωρίς τέλος. Αν ζούσαμε πάντοτε πραγματικά και αν ρυθμίζαμε τις ζωές μας σύμφωνα με τον καλύτερο τρόπο που είχαμε μάθει, ποτέ δεν θα υποφέραμε από ανία. Αν ακολουθείς το πνεύμα σου προσεκτικά, δε θα πάψει να σου δείχνει κι από μια νέα προοπτική κάθε ώρα που περνά.
Εκδόσεις Κέδρος,
από το κεφάλαιο ΦΩΝΕΣ