επεξεργ. από: διον διομ μανιά
κολυμπηθρόξυλο ουδέτερο
- το ξύλο από ένα ναυάγιο που μπορεί να δώσει ευκαιρία ζωής σε έναν ναυαγό
- Εκφράσεις
- δεν έμεινε/θα μείνει κολυμπηθρόξυλο: (λαϊκότροπο) δεν έμεινε/θα μείνει τίποτε όρθιο, έγινε/θα γίνει χαμός συνώνυμα: δεν έμεινε/θα μείνει πέτρα πάνω σε πέτρα
χαρισμένο σ αυτούς που φεύγουν επιτέλους από το δημαρχείο.
Αυτοί που φεύγουν σφίγγουν τα χείλια
πνίγουν τα δάκρυα να μη φανούν
κι αυτοί που μένουν κουνούν μαντήλια
κι αναστενάζουν γιατί πονούν.
Κι αυτούς που φεύγουν
κι αυτούς που μένουν
οι μοίρες μ’ απονιά
πάντα τους δέρνουν.
Αυτοί που φεύγουν κάποιο λυγμό τους
παίρνουν μαζί τους και μιαν ευχή
κι αυτοί που μένουν στο σπαραγμό τους
κάνουν κουράγιο και προσευχή.