Λένε ότι κάποτε ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης κατέβηκε, ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, στην εξώπορτα του μοναστηριού του, και ακουμπώντας το χέρι του επάνω στον ώμο ενός νέου καλόγερου, του είπε: «Αδελφέ μου, ας κατεβούμε κάτω στην πόλη και ας διδάξουμε».
Ο σεβάσμιος δάσκαλος και ο νεαρός μοναχός ξεκίνησαν προς την πόλη κουβεντιάζοντας. Στο δρόμο συνάντησαν μερικούς χωρικούς, που έσκαβαν τους αγρούς τους, και σταμάτησαν και τους ρώτησαν για τις καλλιέργειές τους. Παρακάτω κάποιοι άλλοι γύριζαν από τα κτήματά τους με τις αξίνες και τις τσάπες τους φορτωμένες πάνω σ’ ένα γαϊδουράκι. Τους χαιρέτησαν κι αυτούς και βοήθησαν μάλιστα ένα μικρό παιδάκι να καθίσει κι αυτό επάνω στο γαϊδουράκι…
Περιπλανήθηκαν στους δρόμους, είδαν και κουβέντιασαν με νοικοκυρές που γύριζαν από την αγορά με τα ψώνια τους. Διάβηκαν την πλατεία, πέρασαν από τα μαγαζιά, ξαναβγήκαν στα περίχωρα, είδαν κότες που κακάριζαν, βόδια που ήσυχα έτρωγαν γρασίδι, παιδιά που έπαιζαν. Ένας βοσκός γύριζε στο μαντρί τα πρόβατά του. Τα πουλιά πετούσαν προς τις φωλιές τους. Και την ώρα που ο ήλιος βασίλευε, ξαναβρέθηκαν, ύστερα από ένα μεγάλο περίπατο, στην εξώπορτα του μοναστηριού. Τότε ο νεαρός δόκιμος ρώτησε έκπληκτος : «Μα, πατέρα, πότε θ’ αρχίσουμε να διδάσκουμε;».
Ο σεβάσμιος δάσκαλος κοίταξε με καλοσύνη μέσα στα μάτια του μαθητή του και του είπε : «Όλη την ώρα, παιδί μου, διδάσκαμε. Κάναμε διδαχή την ώρα που περπατούσαμε. Είδαμε – μας είδανε – προσέξανε τη συμπεριφορά μας – και έτσι κάναμε τη διδαχή μας. Παιδί μου, δεν αξίζει καθόλου να περπατήσει κανείς για να πάει κάπου να διδάξει, όταν διδάσκει την ώρα που περπατάει».
Πηγή : τριμηνιαίο φιλοσοφικό περιοδικό ΙΛΙΣΟΣ,
έτος 40ο, τεύχος 222, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 1995,
σελ. 218-219, ως πηγή επικαλείται το «Theosophist» (1956).