Λατρεύω τα καφενεία και τα μπαρ που έχουν ιστορία, χαρακτήρα. Απεχθάνομαι τις καφετέριες και τα κλαμπ, τους ανώνυμους χώρους συνάθροισης μάζας.
Τα πρώτα προσελκύουν πρόσωπα και παρέες, καλλιεργούν έναν ορισμένο συγχρωτισμό, προάγουν την επικοινωνία μεταξύ τραπεζιών και διαφορισμένων κύκλων, διαμορφώνουν ένα ήθος συνύπαρξης και τριβής. Φέρουν επίσης μια διακριτή αισθητική, ένα ύφος, έναν αέρα, που δεν περιορίζεται στο γούστο του διακοσμητή και στα έπιπλα, αλλά πηγαίνει πιο μακριά και πιο βαθιά, στην σταθερή ποιότητα των προσφερομένων και στο σέρβις, διακριτικό και οικείο ταυτοχρόνως.
Πάνω απ’ όλα όμως την ατμόσφαιρα ορίζουν οι κυκλοφορούντες άνθρωποι, δηλαδή οι θαμώνες και οι μαγαζάτορες. Τέτοια καφενεία και μπαρ αποτελούν δημόσιους χώρους με παιδευτική λειτουργία πολλαπλή: πολιτική, κοινωνική, αισθητική, πνευματική. Και είναι τοπόσημα: κάθε πόλη διαθέτει τα δικά της, λίγα και χρονοανθεκτικά. Κύριος εχθρός τους είναι ο τουρισμός, αλλά ακόμη και τέτοιες επελάσεις τις αντέχουν συνήθως και προχωρούν στον χρόνο. Τέτοια ιστορικά καφενεία-μπαρ βρίσκεις ακμαία στις ευρωπαϊκές πόλεις: ανεξάρτητα, σαν ζαχαροπλαστεία, μέσα σε ξενοδοχεία,: στη Βιέννη, τη Βουδαπέστη, την Πράγα, τη Ζυρίχη. Το Παρίσι είναι ένας καφενειακός κόσμος μόνος του, πλήρης. Αλλά κυρίως σκέφτομαι τα μυθικά καφέ του μεσογειακού κόσμου, νευρικά ή αργόσυρτα, ποιητικά, στοχαστικά, αισθαντικά, αρχαία: στο Μιλάνο, τη Νάπολη, τη Φλωρεντία, τη Ρώμη, την Πάντοβα, τη Βενετία, το Παλέρμο, τη Λισσαβώνα, τη Βαρκελώνη, τη Μαδρίτη, το Κάιρο… Βρίσκεις και στην Ελλάδα.
Στους αντίποδες, οι καφετέριες. Πρώτα, οι ποικιλώνυμες αλυσίδες καφέ, που μιμούνται τα Starbucks: ανώνυμα, άχρωμα, επιθετικού μάρκετινγκ, πληθωριστικά, με καφέ και προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας και χαμηλής ποιότητας, take away ως επί το πλείστον. Σε αυτά τα μαγαζιά, ο καφές παύει βιαίως να είναι τελετή απόλαυσης και συνάντησης· γίνεται είδος ταχείας κατανάλωσης, και το μαγαζί γίνεται σταθμός ανεφοδιασμού καφεΐνης. Είναι η εκδοχή φαστ, για ανθρώπους που τρέχουν πίσω απ’ τη ζωή με ένα χάρτινο κύπελλο στο χέρι.
Στη χώρα μας ευδοκιμούν και οι τεράστιες καφετέριες, οι αδηφάγες που καταλαμβάνουν πεζόδρομους, πλατείες και πεζοδρόμια και τα μετατρέπουν σε θάλασσες τραπεζοκαθισμάτων. Γιγάντιες, αδρανείς, μαζικές, ομογενοποιητικές των προσώπων, ισοπεδωτικές των παρεών, καταπίνουν και πέπτουν τους θαμώνες. Στα νότια παράλια της Αττικής, στη Θεσσαλονίκη, στον αστικό ιστό και στα παράλια μέτωπα, σε κάθε ελεύθερο χώρο θερέτρων και κωμοπόλεων, τα τραπεζοκαθίσματα, οι τέντες και οι ομπρέλες, οι μουσικές, ορίζουν ένα οικοσύστημα ραθυμίας και ακινησίας, μαζικότητας. Υποδέχονται πρόσφυγες αναλόγως ακίνητους, στάσιμους, παθητικούς, χωρίς συνομιλίες και ανταλλαγές, χωρίς ιστορική μνήμη. Ανοίγουν, κλείνουν, χρεοκοπούν, ξεπλένουν χρήμα, φτιάχνουν φωλιές για τον κόσμο των χασομέρηδων, αλλά και της νύχτας και των συναλλαγών της.
Η αισθητική τους προκύπτει από την μόδα που λατρεύει ο εκάστοτε διακοσμητής· ανοξείδωτος χάλυβας, καπλαμάς, γυαλί, δερματίνη, ξύλινα ντεκ ιστιοπλοϊκού ― όλα γεωμετρημένα, καινούργια, φουτουριστικά, με ετοιματζίδικη χλιδή. Η ατμόσφαιρα ορίζεται από το σούρτα-φέρτα κλαρινογαμπρών και νυμφιδίων, από τα μπιτάκια που ακούγονται αδιάκοπα στα μεγάφωνα, από τις φράκταλ συστοιχίες των φραπέ και των φρέντο. Οι άνθρωποι κοιτούν μπροστά, απλανώς, πάνω από τα ποτήρια, μέσα από τζαμαρίες, προς την απέναντι καφετέρια.
Είναι μια λίμνη αρυτίδωτη, αβαθής, όπου δεν συμβαίνει τίποτε. Μια αχανής επιφάνεια. Στην επιφάνεια αυτή αντανακλάται μια κοινωνία αναλόγως στάσιμη, απαθής, που παρακολουθεί εταστικά το θέαμα της αργής διαλύσεως του αφρόγαλου, σαν θαύμα επαναλαμβανόμενο.