Αντίδωρο
Ανάκατες εφημερίδες
χάμου στο πάτωμα.
Κι εμείς χωρίς καθρέφτη,
αλλά με όλη την άνεση
των στερημένων,
φορέσαμε το καπέλο μας,
βγήκαμε στο δρόμο,
δε χαιρετήσαμε κανέναν.
Αθήνα, 2.ΙΙΙ.85
Απογύμνωση
Η σόμπα σκούριασε.
Τα μπουριά ξεφλουδάνε.
Οι τοίχοι ραγίζουν.
Στο κάδρο
ένα δέντρο ολομόναχο
πράσινο ακόμη.
Πούλησες και το ρολογάκι
του χεριού σου.
Νοθέψανε και τον καφέ.
Ενα τσιγάρο ξεχασμένο
καπνίζει στο σταχτοδοχείο.
Λοιπόν,
τόσο μεγάλο κενό,
τόση στέρηση,
η ελευθερία;
9.ΙΙΙ.85
επιτάφιος
1. Πουλί μου εσύ που μούφερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σα καλάμι;
2. Πώς μ’ άφησες να σέρνουμαι και να πονώ μονάχη
χωρίς γουλιά, σταλιά νερό και φως κι ανθό κι αστάχυ;
3. Μάτια γλαρά που μέσα τους αντίφεγγαν τα μάκρη
πρωινού ουρανού, και πάσκιζα να μη θαμπώσει δάκρυ,
4. Γιε μου, ποια Μοίρα στόγραψε και ποια μου τόχει γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στα στήθεια μου ν’ ανάψει;
5. Η μπλε σου η μπλούζα της δουλειάς στην πόρτα κρεμασμένη
6. Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γυαλιού δε φτάνουν τα χαλίκια.
7. Κανείς μη γγίξει απάνω του, παιδί μου είναι δικό μου.
Σιωπή· σιωπή κουράστηκε, κοιμάται το μωρό μου.
8. Να ταΐζω σε στη φούχτα μου σπιρί – σπιρί τη ζωή μου
και μες στον ίσκιο σου να ζω, καμαρωτό δεντρί μου.
9. Ω, Παναγιά μου, αν είσουνα, καθώς εγώ, μητέρα
βοήθεια στο γιο μου θάστελνες τον Άγγελο από πέρα.
10. Και νάσου, ένα ανοιξιάτικο πουρχόταν συγνεφάκι
στα γόνατά σου να τριφτεί σαν άσπρο προβατάκι.
11. Ένιωθα πάνω μου βαθύς ο θόλος ν’ ανασαίνει
και τ’ άστρα ως να με χτένιζαν με σιντεφένιο χτένι,
12. Και πάλι η έρμη ντρέπουμαι, γιόκα μου, εσύ να λείπεις
κι ακόμα εγώ νάχω φωνή – ξόμπλι φτηνό της λύπης
13. Σαν το λιοντάρι δυνατός, κ’ ήρεμος σαν πιτσούνι
κ’ η ανάσα σου ως αποσπερνό του κοπαδιού κουδούνι.
14. Και μόνο τα δυο μάτια μου σε παίρναν το κατόπι
σα δυο πιστά, πικρά σκυλιά που τάσκιαζαν οι ανθρώποι.
15. Το φύκι σπάει κι ο ωκεανός με σέρνει στα νερά του
κι ουδέ γνωρίζω τώρα ποιο το πάνου, ποιο το κάτου.
16. Τι έκανες, γιε μου, εσύ κακό; Για τους δικούς σου κόπους
Την πλερωμή σου ζήτησες απ’ άδικους ανθρώπους.
17. Την άχνα απ’ την ανάσα σου νιώθω στο μάγουλό μου,
αχ, κ’ ένα φως, μεγάλο φως, στο βάθος πλέει του δρόμου.
18. Πουλί μου, χίλιες δυο ζωές με σένανε με δένουν,
κι όσοι αγαπιούνται, και νεκροί, ποτέ τους δεν πεθαίνουν.
19. Να δεις, να πεις, να το χαρείς ακέριο τ’ όνειρό σου
να στέκεται ολοζώντανο κοντά σου, στο πλευρό σου.
20. Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιέ μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.