Αυτό που μου λείπει πιο πολύ στο σπίτι της μάνας μου στη Θεσσαλονίκη, όπου κάνω τις διακοπές μου, εκτός από το κρεβάτι μου, είναι το φεγγάρι. Το έψαξα πολλές φορές αλλά είμαι χαμηλά και το κομμάτι ουρανού που μπορώ να δω είναι μικρό και από τις δύο μεριές του σπιτιού.
Ετσι δεν είδα τη νέα Σελήνη, που με κάνει και τρελαίνομαι κάθε φορά όταν «γράφει» με την εμφάνισή της εκείνη την αχνή, σχεδόν άσπρη, παρένθεση «που κλείνει» (η παρένθεση «που άνοιξε» είναι κάπου αλλού, σε άλλα φεγγάρια) και έχει μέσα της τις διευκρινίσεις του «εσωτερικού» μονολόγου και είναι ταυτόχρονα το όριο της συνέχειας του συνειρμού… αλλά και ένα λοξό αθώο χαμόγελο… ένας (στο σχήμα του αμφιβληστροειδούς) λεπτός καθρέπτης, από προφίλ… που με τραβάει και με μαγεύει τόσο ώστε να ανοίγω το στόμα σε απορία και να βγάζω ένα κοφτό «α» σαν επιφώνημα ή ήχο ενός βαθιού αναστεναγμού.
Αντίθετα η Πανσέληνος, που με τριγυρίζει από ανατολή και δύση και με αγρυπνάει καθώς με «κοιτάζει» από όλα τα παράθυρα του σπιτιού μου στα Εξάρχεια (παίζοντας με τις παράξενες σκιές της που πυκνώνουν στο δωμάτιό μου) με βάζει σε άλλο κλίμα, κάπως πιο επικίνδυνο, πιο πονηρό και μυστηριώδες.
Είχα τη Σελήνη συνέχεια στο μυαλό και στην καρδιά μου όταν έπεσα στο κρεβάτι μου στις 9 Αυγούστου. Είχα διαβάσει και όλα τα αφιερώματα στις εφημερίδες κατά τη διάρκεια της βδομάδας που έγιναν για χάρη της και είχα την ανησυχία και την τάση να «χάνομαι» αλλά και να χάνω πράγματα, όταν κάποια στιγμή με πήρε ο ύπνος και ήρθε το όνειρο:
Ημασταν σε ένα ψηλό σπίτι στη θάλασσα και η αδελφή μου φορούσε το χρυσό βραχιόλι της γιαγιάς μας Ζαφειρούλας, που όταν κεντούσε τα άσπρα μαξιλάρια για τον γιο της έλεγε «χαΐρι και προκοπή να μη δουν» (τόσο πολύ δεν ήθελε εκείνον το γάμο). Αυτό το βραχιόλι έβγαλε η αδελφή μου για να μπει στη θάλασσα και το έχασε. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες ψάχναμε να το βρούμε. Ενας έλεγε «θα είναι στον κήπο με τις ντοματιές»… Και τρέχαμε στις φρεσκοποτισμένες ντοματιές και σκάβαμε με τα χέρια μας στη λάσπη… άλλος έλεγε πως θα γλίστρησε απ’ το τραπεζάκι και άλλος πως κατρακύλησε και κατέβηκε τη σκάλα και πήγε στο υπόγειο: Τραβήξαμε τα τεράστια έπιπλα, ρίξαμε νερά στα πατώματα… σε κάθε γωνιά του σπιτιού… κατεβήκαμε τη μεγάλη σκάλα μέχρι το υπόγειο και σύραμε τις βάρκες… πολλές βάρκες και καΐκια με πανιά και τα σωσίβια και τα κουπιά… μπλέχτηκα στις μπερδεμένες μπετονιές… στα δίχτυα των ψαράδων… και είπε ένας γερο-κηπουρός «θα είναι εκεί που μαζεύατε ραδίκια»… χάθηκα στα χωράφια, περπάτησα δεκάδες στρέμματα σκυφτή, ψάχνοντας το βραχιόλι και εγώ και η αδελφή μου και τότε είπε μια γρια «να πάτε στα σκουπίδια» και πήγαμε στη χωματερή και ψάξαμε να βρούμε το βραχιόλι της γιαγιάς Ζαφειρούλας που έριχνε κατάρες όταν κεντούσε τις μαξιλαροθήκες και στα σκουπίδια είχε τόνους ψόφιες σαρδέλες… και τότε είπε η μάνα μου «ξεμυαλισμένη, θα το έχασες στο πανηγύρι». Κανείς δεν ήξερε αν η αδελφή μου φορούσε το βραχιόλι στο πανηγύρι, μόνο ένας νέος όμορφος άντρας είχε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία και κοίταξα στη φωτογραφία και είδα τον άντρα να κρατάει το χέρι της αδελφής μου και ήταν μαζί κι όλα τα άλλα κορίτσια στο πανηγύρι της Παναγιάς και είδα μια λάμψη στον καρπό της και ήταν το βραχιόλι και ύστερα είπα να φτιάξουμε μια φανουρόπιτα. Και έβαλα ένα κερί αναμμένο κάτω στο πάτωμα δίπλα στην εικόνα του Χριστούλη και ζύμωσα με τα δώδεκα υλικά (όσα οι δώδεκα μαθητές) μια φανουρόπιτα, την έψησα και φάγαμε οι τρεις μας, εγώ, η αδελφή μου και η μάνα μου από ένα κομμάτι, μοιράσαμε και την υπόλοιπη στα κορίτσια από το πανηγύρι (να δούνε ποιον θα πάρουνε για άντρα) και πέσαμε στα κρεβάτια μας. Ηταν δώδεκα η ώρα τα μεσάνυχτα και είδα την Πανσέληνο διπλή στον ουρανό και στη θάλασσα και πάνω στο τραπεζάκι μέσα στο κρύσταλλο τρεις μέρες και τρεις νύχτες είδα τώρα να κάθεται στον πάτο το βραχιόλι της αδελφής μου, που δεν βλέπαμε και φανερώθηκε στο μυστικό φως της μεγάλης θεάς!