Στρατιωτικά, η υπόσχεση της Δύσης να εξοντώσει το ISIS δεν είναι παράλογη. Πολιτικά όμως θα είναι εφικτή μόνο αν η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία και όλες οι περιφερειακές δυνάμεις διαθέσουν μια ενιαία πολιτική και δέσμευση για τη διαμόρφωση της μετά ISIS εποχής.
H Κωνσταντινούπολη δεν έχει χάσει ίχνος από τη μαγική της ενέργεια. Η Τουρκία, όμως, έχει χάσει τη γεωπολιτική της πυξίδα. Μέχρι πριν από λίγο καιρό, η κυβέρνηση του Ταγίπ Ερντογάν στρεφόταν προς Ανατολάς. Προσβεβλημένη από μια Ευρώπη αποφασισμένη να την κρατήσει εκτός Ε.Ε., η Τουρκία διεκδίκησε τον ρόλο της ως κεντρικής δύναμης στη Μέση Ανατολή. Η επίσημη θέση ήταν «κανένα πρόβλημα με τους γείτονες». Η Τουρκία θα πρόσφερε ένα μοντέλο για τις ισλαμικές δημοκρατίες οι οποίες θα αναδύονταν από τις αραβικές επαναστάσεις.
Οι Σύριοι πρόσφυγες στους πολυσύχναστους δρόμους της Κωνσταντινούπολης, περιγράφουν την ιστορία διαφορετικά. Η περιοχή της ευκαιρίας έχει γίνει μια ζώνη χάους. Με εξαίρεση την Τυνησία, όπου ξεκίνησαν όλα, οι μεγάλες ελπίδες για δημοκρατική άνοιξη έχουν μετατραπεί σε σκόνη. Η Αίγυπτος έγινε απολυταρχική, η Λιβύη έχει ένα αποτυχημένο κράτος και η Συρία είναι αιματοβαμμένο πεδίο μάχης. Ο Τ. Ερντογάν έχει πρόβλημα με όλους τους γείτονές του.
Τα προβλήματα στο εξωτερικό συνδυάζονται με απολυταρχισμό στο εσωτερικό. Ο Τ. Ερντογάν είναι ο πιο δημοφιλής πολιτικός στην Τουρκία και η καλοκαιρινή μετακίνησή του από την πρωθυπουργία στην προεδρία καλωσορίστηκε από μια μεγάλη πλειοψηφία. Παραμένει, βέβαια, πιο πιστός στην πλειοψηφία παρά στη φιλελεύθερη δημοκρατία.
Η κυβέρνηση, όπως ψιθυρίζεται, βασανίζεται από την παράνοια. Τις περσινές διαδηλώσεις στην Κων/πολη τις ακολούθησε σφίξιμο στα λουριά των μέσων ενημέρωσης και των επιχειρήσεων. Το κοσμικό κράτος του Κεμάλ Ατατούρκ μοιάζει όλο και λιγότερο κοσμικό μέρα με τη μέρα. Σε μια περιοχή εξαντλημένη από τις διαμάχες μεταξύ σουνιτών και σιιτών, ο κ. Ερντογάν ακούγεται όλο και πιο ρατσιστής.
Η αρχική φιλοδοξία στην εξωτερική πολιτική δεν είχε τίποτα στραβό, έστω κι αν καμιά φορά μετέφερε μια νοσταλγική ανάμνηση του Οθωμανικού Χαλιφάτου. Ούτε ήταν τρελή η ιδέα μέχρις ενός βαθμού ότι η θέση της Τουρκίας ανάμεσα στη δημοκρατία και το Ισλάμ θα λειτουργούσε ως παράδειγμα για πλουραλιστικές εκφράσεις σε άλλες χώρες. Ο Τ. Ερντογάν, όμως, έπαιξε τα πάντα στην πτώση του Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία και στην επιτυχία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Αίγυπτο. Έχασε από έναν εμφύλιο πόλεμο και ένα στρατιωτικό πραξικόπημα.
Ανοίγοντας τα τουρκικά σύνορα για να περάσουν τζιχαντιστές κατά του Άσαντ στη Συρία, βοήθησε να μετατραπούν μεγάλα τμήματα εδαφών στη Συρία και στο Ιράκ στον εφιάλτη που ονομάζεται Ισλαμικό Κράτος. Πάνω από μισό εκατομμύριο πρόσφυγες έχουν περάσει στην Τουρκία. Εν τω μεταξύ, ο Τ. Ερντογάν είναι σε διαμάχη και με τη Σαουδική Αραβία και τις αραβικές χώρες, για τη στήριξη που προσφέρουν στον νέο ισχυρό άνδρα, Αμπντέλ Φατάχ αλ Σισί.
Την εύθραυστη αναθέρμανση των σχέσεων με το Ιράν υπονομεύει η στήριξη της Τεχεράνης προς τον Άσαντ. Η διάρρηξη των μετααυτοκρατορικών εθνικών συνόρων έχει αναθερμάνει τον φόβο της Άγκυρας για ένα ανεξάρτητο κουρδικό κράτος που θα φθάνει από το Ιράκ και τη Συρία μέχρι μέσα την Τουρκία. Ο Τ. Ερντογάν ξαφνικά μοιάζει με ηγέτη χωρίς χώρα.
Οι παλιοί του φίλοι στη Δύση δεν δείχνουν ιδιαίτερη συμπάθεια. Στην προσπάθειά της να ρίξει το συριακό καθεστώς, η Τουρκία δεν φρόντισε να κάνει τη σωστή διάκριση ανάμεσα στους «καλούς» της μετριοπαθούς συριακής αντιπολίτευσης και τους εξτρεμιστές, που πάντα είχαν περισσότερα κατά νου από τον Άσαντ.
Ακόμη και σήμερα, αφότου συντάχθηκαν με την αμερικανική συμμαχία εναντίον του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και του Λεβάντε (ISIS), οι Τούρκοι είναι μπερδεμένοι. Η κυβέρνηση ανησυχεί για εξαγωγή της τρομοκρατίας του ISIS στην Κων/πολη. Επιπλέον, θέλει να αποφύγει να κάνει την επιλογή ανάμεσα σε ήττα του ISIS και σε πτώση του Άσαντ.
Αυτές οι εντάσεις δεν είναι αποκλειστικότητα της Τουρκίας. Όπως η δοξασμένη Κωνσταντινούπολη, όλοι στην περιοχή κοιτάζουν προς δύο κατευθύνσεις. Τα σαουδαραβικά αεροσκάφη βάλλουν εναντίον των μαχητών του ISIS, αλλά η Σαουδική Αραβία παραμένει η βασική εστία της φονταμενταλιστικής θεολογίας που αποτελεί τον θεμέλιο λίθο των τζιχαντιστών. Και να αποδεχτεί το Ριάντ ότι τα πράγματα έχουν ξεφύγει από τον έλεγχο, δεν θέλει να αφαιρέσει εξουσίες από τους σουνίτες αρχηγούς που έχουν προσφέρει στήριξη στο αυτοκηρυγμένο χαλιφάτο των τζιχαντιστών.
Έτσι, θα βοηθούσαν τη σιιτική κυβέρνηση στη Βαγδάτη και, ακόμη χειρότερα, θα στήριζαν τον σύμμαχο του Ιράκ και των αιώνιων εχθρών της Σ. Αραβίας – το σιιτικό Ιράν. Σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, τα πλούσια κράτη του αραβικού κόσμου νιώθουν τον ίδιο διχασμό: το ISIS πρέπει να τεθεί υπό έλεγχο, αλλά όχι προσφέροντας νίκη στον σπόνσορα του Άσαντ στην Τεχεράνη.
Κι εδώ εναπόκειται το μοιραίο λάθος της υπόσχεσης της Δύσης να καταστρέψει το ISIS. Στρατιωτικά, δεν είναι παράλογη υπόσχεση. Ανεξάρτητα από τον κλεμμένο ρευστό και στρατιωτικό εξοπλισμό τους, οι 20.000 μαχητές καταλαμβάνουν ένα φυσικά αποκλεισμένο τόπο, τριγυρισμένο από εχθρικές δυνάμεις. Για να καταστραφεί το ISIS, όμως, χρειάζεται κάτι παραπάνω από αεροπορικές επιθέσεις ή και χερσαίες επιχειρήσεις. Χρειάζεται μια ενιαία πολιτική, καθώς και στρατιωτική δέσμευση από τις περιφερειακές δυνάμεις, για τη διαμόρφωση της μετά ISIS εποχής.
Η Δύση έχει μείνει να καθοδηγεί μια παρέμβαση, που δεν έχει σαφώς καθορισμένο πολιτικό στόχο ούτε στρατιωτική στρατηγική εξόδου. Η αναχαίτιση της τζιχαντικής επέλασης για να αποτραπεί η κατάρρευση του Ιράκ ήταν ένα ζήτημα, αλλά η διεξαγωγή ανοιχτού πολέμου εναντίον των σουνιτών της Συρίας είναι άλλο.
Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς γιατί ο Μπάρακ Ομπάμα δέχτηκε το σχέδιο με τόσο έντονη απροθυμία. Το μάθημα για τον Αμερικανό πρόεδρο από τους πολέμους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν ήταν ότι, αν η Δύση μπορεί να καταφέρει κάτι στη Μέση Ανατολή, θα το καταφέρει μόνο με τη βοήθεια των περιφερειακών δυνάμεων. Το ISIS θα ηττηθεί μόνο όταν η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία και η υπόλοιπη περιφέρεια αποφασίσουν προς τα πού θέλουν να κοιτάξουν.
Πηγή Euro2day