Την θεία Ολυμπία την ξέρω εδώ και πολλά χρόνια. Δεν θυμάμαι από πότε, νομίζω όμως από την πρώτη μέρα που ήρθα στην Ιθάκη. Μα και ποιος δεν ξέρει αυτή την γυναίκα; Την συναντάς κάθε πρωί, χειμώνα καλοκαίρι, να διασχίζει νωρίς νωρίς την πλατεία του Σταυρού και μετά από λίγο, φορτωμένη με τα ψώνια της να πηγαίνει για τα Καλύβια. Βλέποντας την κάθε πρωί κι εγώ, μια στην πλατεία μια στο δρόμο προς τη Ρομάντσα, άρχισα να συνδέω τις πρώτες ώρες της καθημερινότητας μου με την παρουσία της.
Δυνατή γυναίκα και ας μην της φαίνεται. Όταν έμαθα την ηλικία της, κατάλαβα ότι αυτή η παρουσία δεν είχε σχέση με το φορτίο του χρόνου που κουβαλούσε. Η κομψότητα της, ο σεβασμός της στους άλλους και η καλοσύνη που ανάδυε από την παρουσία της μ’ έκανε να την συμπαθήσω αμέσως. Αργότερα, έμαθα ότι έγραφε ωραία και ήξερε πιο πολλά παραμύθια από την Σεχραζάτ! Φυσικό είναι, μια ζωή που άρχισε ογδόντα χρόνια πριν και με το δώρο της μνήμης που της χαρίστηκε, η θεία Ολυμπία δεν ξέρει απλά όλα τα Θιακά παραμύθια και τους μύθους. Η ίδια η Ολυμπία Λεκατσά, είναι το ζωντανό παραμύθι της Ιθάκης, ένα κομμάτι από την ιστορία της.
Έτσι, με τον καφέ της θείας Ολυμπίας κι ένα τσίπουρο, ήμουν έτοιμος ν’ ακούσω όσα δεν είχα ακούσει για την Ιθάκη, σ’ ένα ατέλειωτο παραμύθι…
«Άρχισα να τραβάω κουπί στη ζωή μου από τα έξι μου χρόνια! Από αυτήν την ηλικία δουλεύω! Ήμουν το πρώτο παιδί στην οικογένεια και είχα πέντε αδέρφια πίσω μου. Από οικογένεια ψαράδων, βοηθούσα κι εγώ στο ψάρεμα. Ήξερα τους ψαρότοπους από την Πύλαρο μέχρι την Αγία Κυριακή. Πουλούσα τα ψάρια με τον μικρό μου αδερφό. Είχε κι αυτή η ζωή τα ωραία της…»
Ξαφνικά, ένα μικρό κυνηγόσκυλο, μπαίνει μέσα, βάζει τα ποδάρια του πάνω στα γόνατα μου και θέλει να μου κάνει παρέα.
« Είναι μικρός» μου εξηγεί «ούτε πέντε μηνών και θέλει να παίξει».
«Τα θυμάμαι όλα σαν να ήταν χθες» συνεχίζει. «Πάνω στο Ρουσάνο, πήγαινα τα ψάρια στον μπάρμπα τον Παναγιώτη και έπαιρνα φρούτα. Θυμάμαι την θεία την Ζαχαρένια και το αλώνι της στου Πήλικα οπού μαγγάνιζε το λινάρι κι έφτιαχνε και υφάσματα λινά, θυμάμαι το Διονύση τον Δρακόπουλο, το τσοπάνη που έμενε μόνιμα στο Ρουσάνο στη στάνη του, τον Παναγή τον Λεκατσά, τον “Χότζα” και το περιβόλι του, την θειά την Ελένη την “Τζομπού” με το ωραίο της το σπιτάκι με τα κόκκινα κεραμίδια, το περιβόλι του Νιόνιου του “Λιρή” με το πηγάδι και στο κάστρο θυμάμαι το χτισμένο πηγάδι της γιαγιάς του Στέλιου, της Ζαχαρένιας…»
– Δύσκολα χρόνια φαντάζομαι αλλά τα θυμάσαι με μεγάλη νοσταλγία…
« Εμένα μου άρεσε πολύ η φύση, οι ιστορίες. Ανέβαινα στο Ρουσάνο κι αγνάντευα το Φισκάρδο. Μάλιστα, θυμάμαι και το ναρκόφραγμα τον Ιταλών από το Αμμούδι έως το Φισκάρδο. Πάντα θα έβρισκα λίγο χρόνο να αγναντεύω τη φύση. Η Ιθάκη, είναι όμορφη και γεμάτη ιστορίες. Η ζωή μας τότε ήταν μια πάλη με την καθημερινότητα αλλά και μας σημάδεψαν οι ιστορίες που ακούγαμε και ιστορίες που ζούσαμε. Είχα ακούσει και ήξερα που ήταν θαμμένα τα θύματα της χολέρας και όταν περνούσα φοβόμουν, ενώ κάτι ξύπναγε τη φαντασία μου. Με είχε σημαδέψει η ιστορία με τον μακελειό από τους πειρατές στον Άι Γιώργη κι όταν περνούσα από κει, φοβόμουν ότι κάποιος πειρατής θα εμφανιζόταν από το πουθενά μπροστά μου. Θυμάμαι, μια φορά, το 1942, σ’ ένα από τα λιγοστά σπίτια στον Άι Γιώργη, βλέπω καπνό να βγαίνει από την καμινάδα. Ήμουν με έναν ξάδερφό μου. Πλησιάσαμε στην πόρτα και χτυπήσαμε. Από μέσα ακούστηκε μια αντρική φωνή να απαντάει ότι δεν μπορούσε να ανοίξει την πόρτα γιατί… ήταν γυμνός! Τον ρωτήσαμε ποιος ήταν και μας απάντησε: “Ένας άνθρωπος του Θεού”! Ποτέ δεν μας είπε το όνομα του! Αρ-γότερα, του πήγαμε κάποια παλιά ρούχα και χόρτα. Τον επισκεφτήκαμε πολλές φορές και πάντα του πηγαίναμε χόρτα. Μάλιστα μια φορά, πήραμε και την θεία μας, την Ελένη Παΐζη “Μαραζό” η οποία του έφερε κούτσουπα, αλλά… δεν τον βρήκαμε εκεί. Είχε φύγει. Υποθέσαμε τότε, πως μάλλον κάποιος φυ-λακισμένος που το είχε σκάσει από τη φυλακή, θα ήταν».
– Σχολείο πήγαινες;
« Πήγα μόνο τρία χρόνια, γιατί το 1940, ξέσπασε ο πόλεμος και το σχολείο έκλεισε. Είχαμε καλό δάσκαλο, τον Λουκά τον Συκιώτη, τον παππού του δικηγόρου του Λουκά. Αυτός ο άνθρωπος ήταν υπέροχος. μας πήγαινε εκδρομές στα Πιλικάτα, στη “Σχολή Ομήρου” και μας έλεγε: “Σταθείτε παιδιά μου! Εδώ ήταν το παλάτι του Οδυσσέα! Να, κοιτάξτε και τις τρεις θάλασσες”. Να σκεφτείς ότι είμασταν 95 παιδιά και μόνο λίγοι είχαν παπούτσια! Αλλά όπως είπα, μόνο τρία χρόνια έβγαλα γιατί μετά ήρθε ο πόλεμος».
– Δηλαδή τα περισσότερα από τα παιδικά σου χρόνια ήταν δουλειά;
« Μα… εννοείτε! Έτσι ήταν η ζωή τότε. Και δεν ήμουν μόνο εγώ, αλλά και τα άλλα παιδιά, σε κάθε οικογένεια. Το ξέρεις ότι όταν μαζεύαμε ελιές κουβαλούσαμε το φορτίο στα κεφάλια μας; Όποιος είχε γαϊδούρι ήταν τυχερός, αυτοί που δεν είχαν όμως κουβαλούσαν τις ελιές στο κεφάλι μέχρι του Τζουγανάτου, εκεί που είναι σήμερα το “Παλάτι”, όπου τότε ήταν το ελαιοτριβείο. Τουλάχιστον δεν μας αδικούσε ο άνθρωπος και μας έδινε και κάνα κομμάτι κοκορέτσι η ροβανί».
– Φαντάζομαι τι τράβηξε ο κόσμος τότε. Σε λίγα χρόνια ήρθαν όλα μαζεμένα, ο μεγάλος πόλεμος, ο εμφύλιος, οι σεισμοί…
« Εκείνοι ο σεισμοί ήταν η απόλυτη καταστροφή! Χτύπησε την πρώτη φορά την Κυριακή εννιά η ώρα και μετά την Τρίτη έξη η ώρα και στη Ζάκυνθο στης έντεκα. Θυμάμαι τον πατέρα του Μάκη του Βαλεντίνου τον Ηλία, που είχε φτιάξει ένα σεισμομετρικό. Ένα βελόνι που κρεμόταν με κλωστή μέσα σε ένα νεροπότηρο και μια μέρα είχε μετρήσει σαράντα σεισμούς! Αν δεν είχαν βοηθήσει και οι Αμερικάνοι, οι Εβραίοι και όλοι οι άλλοι… θα ήταν ακόμα πιο δύσκολα, άλλα όπως και να το κάνεις, ήταν η απόλυτη καταστροφή»!
– Τη μετανάστευση δεν την σκεφτικές ποτέ σου;
« Εμ… ναι! Έχω πάει δυο φορές στην Αυστραλία. Έξη και δυο χρόνια αντίστοιχα».
– Και;
« Και… Θιάκι εγώ! Οδυσσέας! Άκουγα τα κύματα στην Αυστραλία και το μυαλό αμέσως πήγαινε στην Ιθάκη, στην Πόλη και νοσταλγούσα. Μάλιστα, η ξαδέρφη μου η Έλη η Λουκά, μου έλεγε “Σιγά σιγά, μετά από καμιά δεκαριά χρόνια θα έχεις συνηθίσει…” αλλά… τέτοια άκουγα εγώ και φοβόμουν! Δέκα χρόνια;»
– Και δεν σου έκανε κανένα προξενιό;
-«Αααα… όχι! Τους είχα πει ότι ήμουν λογοδοσμένη στον Γιάννη»
– Μπράβο θεία!
«Με το Γιάννη παντρευτήκαμε στην Αυστραλία. Δε θα ξεχάσω την καλή μου ξαδέρφη, την Ανθούλα Μεγαλογένη που μου έκανε δώρο για το γάμο μου πέντε λίρες. Με αυτές τις πέντε λίρες ξεκινήσαμε την ζωή μας. Και σιγά σιγά τα πράγματα πήγαν καλά. Το καΐκι μας, το σπιτάκι μας, μέχρι σήμερα».
– Χαίρομαι! Και με την ευκαιρία όταν έρθει η ώρα θα πιούμε μια μπίρα και θα τα πούμε και με τον Γιάννη. Για πες όμως αυτή η κρίση σήμερα πόσο έχει αλλάξει τη ζωή σου;
« Κοίτα, προσωπικά δεν μπορώ να σου πω ότι υποφέρουμε, όμως λυπάμαι πολύ και ανησυχώ γι αυτούς που υποφέρουν».
– Γράφεις ακόμα;
«Στο ημερολόγιο μου, ναι. Αλλά είναι η ζωή μου, το προσωπικό μου κομμάτι. Κατά τα άλλα, ναι γράφω. Ξέρεις, πάντα σκέφτομαι, ότι όλα όσα ξέρω και έχω μάθει για τον τόπο, δεν θέλω να τα πάρω μαζί μου, θέλω να τα μάθουν και οι άλλοι Τώρα… αν θα το εκτιμήσουνε ή όχι, αυτό δεν μπορώ να το ξέρω»
– Πάντως εγώ το εκτιμώ πολύ! Και σε ευχαριστώ για το χρόνο που μου αφιέρωσες και τις υπέροχες ιστορίες που μου είπες.
«Κι εγώ σ’ ευχαριστώ παιδί μου. Πάω τώρα γιατί πρέπει να μαγειρέψω κιόλας».
Έτσι τέλειωσε η κουβέντα με τη θεία Ολυμπία. Μετά το «αγριεμένο» τριήμερο ο καιρός ήταν και πάλι καλοκαιρινός. Φεύγοντας από το σπίτι της, μου φαινόταν πως όλα ήταν διαφορετικά. Όλα πιο όμορφα, ένα κομμάτι άγριας ομορφιάς, Θιακιά και απαράλλαχτης από το χρόνο. Όπως τα έβλεπαν τα μάτια ενός μικρού κοριτσιού σχεδόν ογδόντα χρόνια πριν. Τότε που νωρίς νωρίς γνώρισε τη σκληρή πλευρά της ζωής σε ένα μέρος που το παρόν και οι μύθοι πάντα ζούσαν τόσο κοντά αλλά πού οι άνθρωποι, κατά την γνώμη της σχεδόν ογδόντα χρόνια μετά, ήταν ποιο αγνοί!
Το μικρό σκυλάκι είχε σταματήσει να παίζει και τα μάτια του έδειχναν θλιμμένα. Κατάλαβε ότι έφευγα. Μόλις έκλεισα την εξώπορτα, κατέβασε το κεφάλι και ξάπλωσε δίπλα σ’ ένα γάτο που λιαζόταν.
Arian Muraj
ΠΗΓΗ:εφημερίδα ¨Πλατύ Ρείθρον”