Στις 11 Γενάρη 1910 ερχόταν στη ζωή ο μεγάλος ποιητής
Ο ποιητής και πεζογράφος Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στην επαρχιακή πόλη Νίκολσκι Ουσουρίσκι, του Χαρμπίν στη Μαντζουρία, από γονείς Κεφαλλονίτες που ήρθαν το 1914 μετά την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και εγκαταστάθηκαν στο Αργοστόλι.
Στη συνέχεια η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά όπου ο μικρός Νίκος στο δημοτικό έχει συμμαθητή τον Γιάννη Τσαρούχη, ενώ στο γυμνάσιο γνωρίζει τον συγγραφέα και ιατρό του Πολεμικού Ναυτικού Παύλο Νιρβάνα.
Στα 18 του χρόνια αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας.
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή αλλά δεν συνεχίζει καθώς με το θάνατο του πατέρα του αναγκάζεται να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο, συνεχίζοντας πάντα να συνεργάζεται με φιλολογικά περιοδικά μέχρι τη μέρα που βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και μπαρκάρει ως “ναυτόπαις” στο φορτηγό “Άγιος Νικόλαος”
Το 1934, η οικογένεια μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα και το σπίτι της γίνεται τόπος συγκέντρωσης λογοτεχνών, ζωγράφων και ποιητών. Ο Καββαδίας την εποχή εκείνη περιγράφεται ως ένας λιγομίλητος απλός άνθρωπος, ατημέλητος, χαριτωμένος, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ, αγαπητός στους πάντες.
Το 1938 στρατεύεται και υπηρετεί στην Ξάνθη, ενώ στη διάρκεια της Κατοχής, ο Καββαδίας περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης και γίνεται μέλος του ΕΑΜ. Την ίδια ακριβώς περίοδο γίνεται και μέλος του ΚΚΕ και ταυτόχρονα εντάσσεται στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, παρά το γεγονός ότι είχε τυπώσει ως τότε μόνο ένα βιβλίο, το “Μαραμπού”, ενώ το όριο ήταν τα τρία βιβλία.
Από το 1954 μέχρι και το 1974, ταξιδεύει διαρκώς με πολύ μικρά διαλείμματα, ενώ μέσα στη χρονική αυτή περίοδο, τα πιο σημαντικά γεγονότα στη ζωή του ποιητή αφορούν στο θάνατο του μικρού του αδερφού, Αργύρη, ο οποίος αυτοκτόνησε μέσα στην καμπίνα του το 1957, την κυκλοφορία της «Βάρδιας» στα γαλλικά το 1959, την επανέκδοση του «Μαραμπού» και του «Πούσι» το 1961.
Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, και συγκεκριμένα το 1954, συνέβη ένα ατυχές περιστατικό στο “ποστάλι” (καράβι μικρών αποστάσεων, επιβατηγό), που εργαζόταν, όταν ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης που ταξίδευε με αυτό, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού δεν μπήκε στον κόπο να τον χαιρετήσει, γεγονός που πίκρανε τον Καββαδία που θεώρησε ότι η λογοτεχνική γενιά του ’30 στην οποία και ανήκε, τον υποτιμούσε.
Ο Νίκος Καββαδίας αφήνει την τελευταία του πνοή το 1975, στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι».
Κάτου στις αχτές της Αφρικής πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι.
Τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι και τ’ ωραίο γλυκό της Κυριακής.
(Από το Πούσι)
Αυγή, ποιός δαίμονας Ινδός σου μόλεψε το χρώμα;
Γυρίζει ο ναύτης τον τροχό κι ο γύφτος τη φωτιά.
Και μεις, που κάμαμε πετσί την καραβίσια βρώμα,
στο πόρτο θα κερδίσουμε και πάλι στα χαρτιά.
(Από το Τραβέρσο)
Οι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ’ τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.
(Από το Μαραμπού)